ὑπεράκριος

From LSJ
Revision as of 18:22, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράκριος Medium diacritics: ὑπεράκριος Low diacritics: υπεράκριος Capitals: ΥΠΕΡΑΚΡΙΟΣ
Transliteration A: hyperákrios Transliteration B: hyperakrios Transliteration C: yperakrios Beta Code: u(pera/krios

English (LSJ)

ον, (ἄκρα) A over or beyond the heights, οἱ Ὑπεράκριοι, = οἱ Διάκριοι, the poor inhabitants of the Attic uplands beyond the heights (which bound the plain of Athens), opp. to the richer classes of the plains and coasts (cf. πεδιακός ΙΙ, πάραλος ΙΙ), Hdt.1.59, D.H.1.13. 2 τὰ ὑ. the heights above the plain, the uplands, Hdt.6.20.

German (Pape)

[Seite 1190] über den Höhen od. Bergen liegend; τὰ ὑπεράκρια, die darüber liegenden Anhöhen, Her. 6, 20. – In Attika hießen οἱ ὑπεράκριοι die ärmeren Bewohner der Hügel, im Ggstz der reicheren Bewohner der Ebenen u. der Küstenbewohner, πεδάσιοι u. παράλιοι, Her. 1, 59 u. Sp., wie D. Hal., s. διάκριοι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur les hauteurs ; τὰ ὑπεράκρια les hauteurs ; οἱ ὑπεράκριοι les habitants du pays haut, en Attique, p. opp. à ceux de la plaine (πεδιεῖς) ou du rivage (παράλιοι).
Étymologie: ὑπέρ, ἄκρα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράκριος: -ον, (ἄκρα) ὁ ὑπὲρ τὰ ἄκρα, ὑπεράνω τῶν ἄκρων, οἱ Ὑπεράκριοι = οἱ Διάκριοι, οἱ ὀρεινοί, οἱ πένητες κάτοικοι τῶν ὀρεινῶν τῆς Ἀττικῆς μερῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς πλουσιωτέρας τάξεις τῶν πεδινῶν καὶ παραθαλασσίων (ἴδε πεδιακός, πάραλος ΙΙ), Ἡρόδ. 1. 59, Διον. Ἁλ. 1. 13, πρβλ. Διοδ. Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 623. 2) τὰ ὑπεράκρια, τὰ ὑπὲρ τὴν πεδιάδα ὑψώματα, τὰ ὀρεινὰ μέρη, Ἡρόδ. 6. 20. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 346.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή πέρα από τα άκρα, από τα υψηλά σημεία που αποτελούν το σύνορο μιας πεδιάδας
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ὑπεράκριοι
οι διάκριοι, οι κάτοικοι τών λόφων και τών ορεινών περιοχών της Αττικής
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπεράκρια
οι λοφώδεις και ορεινές περιοχές ενός τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄκρη + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐπ-άκρ-ιος)].

Greek Monotonic

ὑπεράκριος: -ον (ἄκρα),
1. αυτός που βρίσκεται πάνω από τα ύψη, βουνά, οἱ Ὑπεράκριοι = οἱ Διάκριοι, ορεσίβιοι, βουνίσιοι ή φτωχοί κάτοικοι των Αττικών υψίπεδων, αντίθ. προς τις πλουσιότερες τάξεις των πεδινών και παραθαλασσίων, σε Ηρόδ.
2. τὰ ὑπεράκρια, υψώματα πάνω από πεδιάδα, ορεινά μέρη, υψίπεδα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράκριος: (на)горный: οἱ ὑπεράκριοι Her. жители нагорий, горцы.

Middle Liddell

ὑπερ-άκριος, ον, ἄκρα
1. over or upon the heights, οἱ Ὑπεράκριοι, = οἱ Διάκριοι, the highlanders or inhabitants of the Attic uplands, opp. to the richer classes of the plains and coasts, Hdt.
2. τὰ ὑπ. the heights above the plain, the uplands, Hdt.