περιπαθής
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ές, A deeply moved, τῇ συμφορᾷ Plb.1.81.1; ἔρωτι Plu.Art.27; χαρᾷ καὶ δέει J.AJ15.2.7; π. τοῖς ὄψοις eager for... Phan.Hist.13; π. ταῖς ψυχαῖς in spirit, Plb.4.54.3: abs., Plu.Cim.8. 2 passionate, ῥήτορες Longin.8.3; σὺν οἰμωγῇ π. Luc.Hist.Conscr.26: Comp., ἑταίρα τῶν ἐν τοῖς μίμοις -εστέρα Ael.Fr.123: Sup., ὅρκος -έστατος Sch.Par.A.R.2.257. Adv. -θῶς LXX 4 Ma.8.2, Luc.Tim.46; ἐπιδραμεῖν Ael.NA9.8: Comp.-έστερον, λέγειν Plu.2.456a. 3 pathetic, heartrending, D.C.40.41; λόγος Id.76.9 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 586] ές, in heftiger Leidenschaft, Gemüthsbewegung, leidenschaftlich, heftig aufgeregt (zornig, traurig, gerührt); περιπαθεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, Pol. 4, 54, 3; τῇ συμφορᾷ, 1, 81, 1; Sp.; – adv., Luc. Tim. 46, Plut. non posse 11 u. öfter; περιπαθὴς ὢν τοῖς ὄψοις, Ath. I, 6 e.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est vivement affecté de, τινι.
Étymologie: περί, πάθος.
Greek (Liddell-Scott)
περιπᾰθής: -ές, ὁ ἐν σφοδρᾷ συγκινήσει καὶ ψυχικῇ ταραχῇ διατελῶν, μεγάλως τεθλιμμένος, τινι, διά τι, πρός τι, ἕνεκά τινος, Πολύβ. 1. 81, 1, κτλ., πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 130C· περιπαθὴς ὢν τοῖς ὅψοις, περιπαθῶς ἀγαπῶν νὰ καλοτρώγῃ, Ἀθήν. 6Ε· οὕτω περιπαθεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, ὥστε.., εἰς τοιοῦτον βαθμὸν κατεθλίβη ἡ ψυχή των, ὥστε.., Πολύβ. 4. 54, 3. 2) ἀπολ., πλήρης πάθους, ῥήτορες Λογγῖν. 8· σὺν οἰμωγῇ π. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26. - Ἐπίρρ. -θῶς, Λουκ. Τίμ. 46, κτλ.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. γεμάτος πάθος, αυτός του οποίου τα λόγια ή οι ενέργειες φανερώνουν έντονα συναισθήματα (α. «περιπαθή λόγια» β. «σὺν οἰμωγῇ περιπαθεῑ», Λουκιαν.
γ. «ὅρκος περιπαθέστατος», Απολλ.Ρόδ.)
αρχ.
1. άπληστος, λαίμαργος («περιπαθὴς ὢν τοῖς ὄψοις», Φανίας)
2. αυτός που διεγείρει έντονα συναισθήματα («περιπαθέστατος λόγος», Δίων Κάσσ.).
επίρρ...
περιπαθώς / περιπαθῶς ΝΜΑ
με πάθος, με τρόπο που φανερώνει έντονη συναισθηματική φόρτιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -παθής (< πάθος), πρβλ. συμ-παθής].
Greek Monotonic
περιπᾰθής: -ές (παθεῖν),·
1. αυτός που βρίσκεται σε σφοδρή έξαψη, ο φοβερά λυπημένος, σε Πολύβ.
2. απόλ., ο γεμάτος πάθος, σε Λουκ.· επίρρ. -θῶς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περιπᾰθής: весьма расстроенный, взволнованный, огорченный (τῇ συμφορᾷ Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπαθής -ές [περί, πάθος] zeer aangedaan. gepassioneerd.
Middle Liddell
περι-πᾰθής, ές παθεῖν
1. in violent excitement, greatly distressed, Polyb.
2. absol. passionate, Luc.:— adv. -θῶς, Luc.