ᾆσμα
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ατος, τό, (ᾄδω) song, esp. lyric ode, hymn, Pl.Prt.343csq., Alex.19, Luc.Salt.16; ᾆ. μετὰ χοροῦ SIG648B7 (Delph., ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 372] τό, das Gesungene, Gesang, lyr. Gedicht, Plat. Prot. 343 c u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chant, chanson ; ode lyrique.
Étymologie: ᾄδω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): jón. poét. ἄεισμα Hdt.2.79, Call.Epigr.27.1, Fr.1.3, en boca de un laconio, Ar.Lys.1244
• Morfología: [gen. lat. asmatis Mar.Vict.116.18]
canto, cantar, canción ref. a diferentes géneros: de la poesía de Homero, I.Ap.1.12, de la de Hesíodo Ἡσιόδου τό τ' ἄεισμα καὶ ὁ τρόπος Call.Epigr.27.1, ἓν ἄισμα διηνεκές Call.Fr.1.3, τὸ ᾆ. ταῖς θεαῖς D.Chr.12.23, del endecasílabo sáfico, Mar.Vict.l.c., de Alceo, Heph.10.6, de Simónides, Pl.Prt.339b, de Píndaro, Pl.Grg.484b, de un poeta cómico, Alex.19, de un canto mítico sobre Apolo y Dafne, Ach.Tat.1.5.5, del pueblo de Israel ᾖσεν Ἰσραὴλ ᾆ. τοῦτο LXX Nu.21.17, del cisne, D.P.Au.2.20, ᾄσματα γυναικῶν D.Chr.32.62, de himnos fálicos ὕμνεον ᾆ. αἰδοίοισιν Heraclit.B 15, de los cantos por Lino, Hdt.2.79, de encomios ἐς τὼς Ἀσαναίως ... ἄεισμα Ar.l.c., de cantos eróticos νυκτερίν' ηὗρε μοιχοῖς ἀείσματ' Eup.148, ἐρωτικὸν ᾆ. Luc.DMar.1.4, ᾆ. πόρνης LXX Is.23.15, ᾄσματα αἰσχρά Amph.Seleuc.100, de cantos corales μετὰ χοροῦ FD 3.128.7 (II a.C.), de hiporquemas τοῖς χοροῖς ... γραφόμενα ... ᾄσματα ὑπορχήματα ἐκαλεῖτο Luc.Salt.16, cf. Philostr.VS 620, de cantos satíricos ᾄσματα καὶ σκώμματα Plu.Per.33, ᾄσματα πονηρά Plu.2.19f., de cantos guerreros Ἀρήϊα Polyaen.1.20.1, de cantos rítmicos de remeros τὰ τῶν κελευσμάτων ᾄσματα Longus 3.21.3, cf. 3.22.1, de salmos y cantos espirituales crist., Dion.Ar.EH M.3.429C, Clem.Al.Prot.1.2, 5, 6
•op. λόγος Pl.Lg.723c, X.Cyr.3.3.55
•op. τρόπος: τὸν ποιητὴν ... λέγειν οὐκ ᾄσματα νέα, ἀλλὰ τρόπον ᾠδῆς νέον Pl.R.424c
•como tít. ᾆσμα ᾀσμάτων Cantar de los Cantares LXX Ca.1.1, Amph.Seleuc.275.
Greek Monotonic
ᾆσμα: -ατος, τό (ᾄδω), άσμα, λυρική ωδή ή τραγούδι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ᾆσμα: ατος τό песнь, песня Plat., Plut.
Middle Liddell
[ἄιδω]
a song, a lyric ode, or lay, Plat.