προσθόδομος

From LSJ
Revision as of 16:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθόδομος Medium diacritics: προσθόδομος Low diacritics: προσθόδομος Capitals: ΠΡΟΣΘΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: prosthódomos Transliteration B: prosthodomos Transliteration C: prosthodomos Beta Code: prosqo/domos

English (LSJ)

ὁ, chief of a house or its former lord, Ἀτρεῖδαι A.Ch. 322 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 766] der vorher das Haus bewohnte, od. der das Haus schirmt, Hort des Hauses, Aesch. Ch. 319.

Greek (Liddell-Scott)

προσθόδομος: ὁ, ὁ ἄρχων ἢ προστάτης οἴκου, ἢ ὁ πρῴην κύριος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 321

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tient devant la maison ; p.-ê. protecteur de la maison.
Étymologie: πρόσθεν, δόμος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αρχηγός ή προστάτης σπιτικού, νοικοκυριού, ή ο προηγούμενος κύριός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + δόμος.

Greek Monotonic

προσθόδομος: ὁ, προηγούμενος κύριος του σπιτιού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προσθόδομος:прежний хозяин или хранитель дома Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσθόδομος -ου, ὁ [πρόσθεν, δόμος] voormalige huiseigenaar.

Middle Liddell

προσθό-δομος, ὁ,
the former lord of a house, Aesch.