διχόνοια

From LSJ
Revision as of 11:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχόνοια Medium diacritics: διχόνοια Low diacritics: διχόνοια Capitals: ΔΙΧΟΝΟΙΑ
Transliteration A: dichónoia Transliteration B: dichonoia Transliteration C: dichonoia Beta Code: dixo/noia

English (LSJ)

ἡ, A discord, disagreement, Pl.Alc.1.126c, Plu.2.70c; δ. περὶ τοῦ ἀρίστου Ph.2.181: c. gen., disagreement with, τῆς Ἀντωνίου γνώμης App.BC5.33.

German (Pape)

[Seite 647] ἡ, Verschiedenheit des Sinnes, Uneinigkeit; καὶ στάσις Plut. de adul. et am. discr. 44; App. B. C. 5, 33 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχόνοια: ἡ, διαφωνία, ἀσυμφωνία, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 126C, Πλούτ. 2. 70C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
divergence d'opinion, dissentiment.
Étymologie: διχόνοος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desacuerdo, disensión op. ὁμόνοια Pl.Alc.1.126c, D.Chr.38.15, c. gen. δ. τῆς Ἀντωνίου γνώμης desacuerdo con la opinión de Antonio App.BC 5.33, c. giro prep. ἡ περὶ τοῦ ἀρίστου ... δ. Ph.2.181
discordia τῆς διχον[οί] ας [ἔλ] ηξαν pusieron fin a la discordia Phld.Mus.4.18.39, cf. 20.10, ἐν στάσει καὶ διχονοίᾳ ἐστὶν ὁ βίος I.AI 18.374, οἰκία ... διχονοίας γέμουσα Plu.2.70c, cf. Origenes Dial.15, Const.Ep. en Eus.VC 3.17.2, Gr.Naz.M.36.176B, Const.App.2.20.3, ὁ δῆμος ... διχονοίαις ἀναπτόμενος Lyd.Mag.2.15, cf. 29, 3.47.
2 contradicción ἡ τῆς γνώμης δ. Thdt.Is.8.106.

Greek Monolingual

η (AM διχόνοια)
διχοστασία, φιλονικία, διένεξη.

Greek Monotonic

δῐχόνοια: ἡ, ασυμφωνία, διαφωνία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διχόνοια:разногласие, раздор (ὁμόνοια ἢ δ. Plat.; στάσις καὶ δ. Plut.).

Middle Liddell

δῐχόνοια, ἡ, n
discord, disagreement, Plat. [from δῐχόνοος]