σιτομετρία

From LSJ
Revision as of 18:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτομετρία Medium diacritics: σιτομετρία Low diacritics: σιτομετρία Capitals: ΣΙΤΟΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: sitometría Transliteration B: sitometria Transliteration C: sitometria Beta Code: sitometri/a

English (LSJ)

ἡ, measured allowance of corn, rations, PCair.Zen. 292.63 (ii B.C.), Plb.1.68.9, Mélanges Glotz 904 (Iasos, ii B.C.), D.S. 2.41, Plu.Cat.Ma.8, OGI533.29 (Ancyra), Polyaen.4.12.1: so σῑτομέτρ-ιον, τό, Ev.Luc.12.42; ἔπαρχος -μετρίου δήμου Ῥωμαίων, = Lat. praefectus annonae, IGRom.3.667 (Patara); σῑτομέτρ-μετρον, τό, Plu.2.313b.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, das Amt, Geschäft des σιτομέτρης, das Zumessen und Vertheilen des Getreides, Plut. Cat. mai. 8; auch das Zugemessene selbst, Proviant, wie das Folgde, D. Sic. 2, 41. 13, 88.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτομετρία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ σιτομέτρου, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 8. ΙΙ. μεμετρημένη παροχὴ σίτου, μερίδες σίτου, Διόδ. 2. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 4039. 29· οὕτω σῑτομέτριον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 42· - μετρον, τό, Πλούτ. 2. 313Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge d'inspecteur des mesures pour le blé.
Étymologie: σιτομέτρης.

Greek Monolingual

ἡ, Α σιτομέτρης
η μέτρηση και κατανομή σιταριού, ψωμιού και άλλων τροφίμων.

Greek Monotonic

σῑτομετρία: ἡ, το αξίωμα του σιτομέτρη (σιτομέτρης), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτομετρία:
1) должность ситометра Plut.;
2) распределение продовольствия, тж. продовольственные пайки Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτομετρία -ας, ἡ [σιτομέτρης] afgepaste maat graan, graanrantsoen.

Middle Liddell

σῑτομετρία, ἡ, [from σῑτομέτρης]
the office of σιτομέτρης, Plut.