ἀπουρίζω

From LSJ
Revision as of 13:56, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπουρίζω Medium diacritics: ἀπουρίζω Low diacritics: απουρίζω Capitals: ΑΠΟΥΡΙΖΩ
Transliteration A: apourízō Transliteration B: apourizō Transliteration C: apourizo Beta Code: a)pouri/zw

English (LSJ)

(οὖρος A = ὅρος) only in Il.22.489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν (lon. for ἀφοριοῦνται, Sch.Ven.A) ἀρούρας others will mark off the boundaries of his fields, i.e. take them away from him; better ἀπουρήσουσι will take away; cf. ἀπούρας. II v.l. for ἐπουρίζω, Ph.1.668.

Spanish (DGE)

v. ἀφορίζω.

German (Pape)

[Seite 333] nur Il. 22, 489, als v.l., ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας, ion. statt ἀφορίζω, sie werden ihm die Felder abgrenzen, d. i. schmälern; besser ist die andere Lesart ἀπουρήσουσιν, sie werden wegnehmen, s. ἀπαυράω; vgl. Buttm. Lexil. I p. 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπουρίζω: μέλλ. -ίσω· ἐντεῦθεν τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἐν Ἑνετ. Σχολ. Β. ἀναγιγνώσκεται ἀπουρήσουσιν, ὅπερ ὁ Βουττμ. ἀποδέχεται ὡς ἀπαυρήσουσι, θὰ ἀφαιρέσωσιν, ἴδε Λεξίλογ. ἐν λ. ἀπαυρᾶν 2.

French (Bailly abrégé)

seul. f. 3ᵉ pl. ἀπουρίσσουσιν;
1 ion. c. ἀφορίζω;
2 déplacer les bornes (d'un champ), càd empiéter sur, usurper.
Étymologie: ἀπό, οὐρίζω².

English (Autenrieth)

(οὖρος): only fut., ἀπουρίσσουσιν ἀρούρᾶς, shall remove the boundary stones of (i. e. appropriate) his fields, Il. 22.489†.

Greek Monolingual

ἀπουρίζω (Α) [[[ούρος]]=όρος]
καθορίζω τα σύνορα.

Greek Monotonic

ἀπουρίζω: Επικ. αντί ἀφ-ορίζω· Επικ. μέλ. ἄλλοι οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας, άλλοι θα οριοθετήσουν τα κτήματά του, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι διαβάζουν ἀπ-ουρήσουσι = ἀπ-αυρήσουσι (από ἀπ-αυράω), θα αφαιρέσουν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπουρίζω: (только 3 л. pl. fut. ἀπουρίσσουσιν) смешать границы, т. е. убавлять (ἀρούρας Hom.).

Middle Liddell

[ἀφόριζω]
will mark off, i. e. contract, the boundaries of his fields, Il.: others read ἀπ-ουρήσουσι, = ἀπ-αυρήσουσι (from ἀπ-αυράω) will take away.