ἀκρωμία
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ, point of the shoulder, acromion process, Hp.Art.14: in a horse, withers, X.Eq.1.11, cf. Arist.HA498b30:— ἀκρ-ώμιον, τό, Hp.Art.16, Mochl.5, Arist.HA606a16:
German (Pape)
[Seite 85] ἡ, Schulterknochen, Medic. Beim Pferde Widerroß, Xen. Equ. 1, 11; von anderen Thieren, Arist. H. A. 2, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pointe de l’épaule, crête de l’omoplate ; garrot d'un cheval.
Étymologie: ἄκρος, ὦμος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 anat. acromio Hp.Art.14.
2 de una caballería cruz X.Eq.1.11, Simo Eq.4, Arist.HA 498b30, del toro, Arist.HA 594b14.
Greek Monolingual
ἀκρωμία, η (Α)
1. το ακραίο τμήμα του ώμου, το ακρώμιον
2. (για άλογα) ωμοπλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + -ωμία < ὦμος.
Greek Monotonic
ἀκρωμία: ἡ (ὦμος), το άκρο του ώμου (η απόφυση)· λέγεται για άλογο, ωμοπλάτες, πλατάρια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρωμία: ἡ верхний край лопатки, у лошади загривок, холка Xen., Arst.
Middle Liddell
ὦμος
the point of the shoulder; in a horse, the withers, Xen.