πανταχόθι
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
Adv. = πανταχοῦ, Gal.14.81, Vict.Att.16: c. gen., Luc. D Deor.9.1.
German (Pape)
[Seite 463] = πανταχοῦ, Luc. D. D. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. πανταχοῦ.
Étymologie: πᾶς, -αχόθι.
Greek (Liddell-Scott)
πανταχόθι: Ἐπίρρ., = πανταχοῦ, μετὰ γεν., πανταχόθι τοῦ σώματος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. σε κάθε μέρος, σε κάθε τόπο, παντού («πανταχόθι τοῦ σώματος», Λούκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. πολλαχόθι), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].
Greek Monotonic
πανταχόθι: (πᾶς), επίρρ. = πανταχοῦ, με γεν., σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανταχόθι [πᾶς] adv., overal:. πανταχόθι τοῦ σώματος in elk deel van het lichaam Luc. 79.12.1.
Russian (Dvoretsky)
παντᾰχόθι: adv. Luc. = πανταχοῦ I.