πυργηδόν
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
Adv. towerwise, Aret.SD2.13; of soldiers, in masses or columns, in close array, Il.12.43, 13.152, 15.618, D.H.6.33; also of clouds, Nonn.D.32.76.
German (Pape)
[Seite 820] thurmweise, bei Hom. in viereckiger Schlachtordnung, in geschlossenen Gliedern, οἱ δέ τε πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες Il. 12, 43, πυργηδὸν ἀρηρότες 15, 618, vgl. 13, 152.
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de tour, càd en masse compacte.
Étymologie: πύργος, -δον.
Greek (Liddell-Scott)
πυργηδόν: Ἐπίρρ., ὁμοίως πρὸς πύργον· - ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συμπεπυκνωμένας φάλαγγας, ἐν πυκνῇ παρατάξει, πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες, δηλ. δίκην πύργου συντάξαντες, ἢ ἀρηρότες κατὰ πύργον, Ἰλ. Μ. 43., Ν. 152, Ο. 618· ἴδε πύργος ΙΙ. - Κατὰ Σουΐδ.: «πυργηδόν, κατὰ τάξιν».
English (Autenrieth)
adv., like a tower, ‘in solid masses.’ (Il.)
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ.
1. σε σχήμα πύργου, σαν πύργος
2. (για στρατιώτες) σε πυκνή παράταξη
3. (για τα σύννεφα) σε μεγάλη συμπύκνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
πυργηδόν: επίρρ., όμοια με πύργο· λέγεται για στρατιώτες, σε σχηματισμό φάλαγγας, σε πυκνή παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.· βλ. πύργος II.
Russian (Dvoretsky)
πυργηδόν: adv. в виде башни, т. е. четырехугольной колонной (ἀρηρότες Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυργηδόν [πύργος] adv., in gesloten formatie, met gesloten gelederen.
Middle Liddell
like a tower:—of soldiers, in columns, in close array, Il.: v. πύργος II.