στρατοπεδεία

From LSJ
Revision as of 09:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοπεδεία Medium diacritics: στρατοπεδεία Low diacritics: στρατοπεδεία Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΙΑ
Transliteration A: stratopedeía Transliteration B: stratopedeia Transliteration C: stratopedeia Beta Code: stratopedei/a

English (LSJ)

ἡ, encampment, X.HG4.1.24, Aen.Tact.16.15, LXX Jo.4.3, Plb.1.48.10, al., D.H.10.23, Ael. Tact.3.3.

German (Pape)

[Seite 952] ἡ, = στρατοπέδευσις; Xen. Hell. 4, 1, 24; D. Hal. 3, 55 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
campement.
Étymologie: στρατόπεδον.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 24, Διον. Ἁλ. 10. 36.

Greek Monolingual

η, ΝΑ στρατοπεδεύω
νεοελλ.
φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας»
στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας
αρχ.
στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτοπεδεία: ἡ Xen., Polyb. = στρατοπέδευσις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατοπεδεία -ας, ἡ [στρατόπεδον] kampement, plaats van het legerkamp.

Middle Liddell

στρᾰτοπεδεία, ἡ, = στρατοπέδευσις, Xen.]