χαραξίποντος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
[ῐ], ον, ploughing the sea, ναΐα κλαῒς χ. Simon.23.
German (Pape)
[Seite 1336] das Meer durchschneidend, κληΐς poet. bei Plut. reip. ger. praec. 2, nach Em.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fend ou sillonne la mer.
Étymologie: χάραξις, πόντος.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰραξίποντος: -ον, ὁ χαράσσων τὸν πόντον, δηλ. τὴν θάλασσαν, Ναΐας κλαΐδος χαραξιπόντου Σιμωνίδ. 82.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που διασχίζει τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος σχηματισμένο < χαράσσω + πόντος «θάλασσα»].
Russian (Dvoretsky)
χᾰραξίποντος: бороздящий море (ναΐα κληΐς Simonides ap. Plut.).