χασκάζω

From LSJ
Revision as of 11:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χασκάζω Medium diacritics: χασκάζω Low diacritics: χασκάζω Capitals: ΧΑΣΚΑΖΩ
Transliteration A: chaskázō Transliteration B: chaskazō Transliteration C: chaskazo Beta Code: xaska/zw

English (LSJ)

Frequentat. of χάσκω, χασκάζω τὸν κωλακρέτην keep gaping at or keep gaping after him, Ar.V.695 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1340] frequentativum von χάσκω, χαίνω, mit offenem Maule wonach gaffen, angaffen, τί, Ar. Vesp. 695, σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, Schol. erkl. ἐπιτηρεῖς.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
regarder bouche béante, càd avec admiration ou envie, acc..
Étymologie: fréq. de χάσκω.

Greek (Liddell-Scott)

χασκάζω: μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ χάσκω. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς πότε νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ ταμίας τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695.

Greek Monolingual

ΝΑ
βλέπω ή παρατηρώ κάτι με ανοιχτό στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. χαίνω / χάσκω, κατά τα ρ. σε -άζω].

Greek Monotonic

χασκάζω: μέλ. -άσω, θαμιστικό του χάσκω, εξακολουθώ να μένω με ανοιχτό το στόμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χασκάζω: [frequ. к χάσκω жадно высматривать, разглядывать (τινά Arph.).

Middle Liddell

χασκάζω, [Frequentat. of χάσκω
to keep gaping at or after one, Ar.