χασκάζω
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
Frequentat. of χάσκω, χασκάζω τὸν κωλακρέτην keep gaping at or keep gaping after him, Ar.V.695 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1340] frequentativum von χάσκω, χαίνω, mit offenem Maule wonach gaffen, angaffen, τί, Ar. Vesp. 695, σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, Schol. erkl. ἐπιτηρεῖς.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
regarder bouche béante, càd avec admiration ou envie, acc..
Étymologie: fréq. de χάσκω.
Greek (Liddell-Scott)
χασκάζω: μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ χάσκω. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς πότε νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ ταμίας τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695.
Greek Monolingual
ΝΑ
βλέπω ή παρατηρώ κάτι με ανοιχτό στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. χαίνω / χάσκω, κατά τα ρ. σε -άζω].
Greek Monotonic
χασκάζω: μέλ. -άσω, θαμιστικό του χάσκω, εξακολουθώ να μένω με ανοιχτό το στόμα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χασκάζω: [frequ. к χάσκω жадно высматривать, разглядывать (τινά Arph.).
Middle Liddell
χασκάζω, [Frequentat. of χάσκω
to keep gaping at or after one, Ar.