δέημα
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ατος, τό, (δέομαι) entreaty, δέημα δεῖσθαι Ar.Ach.1059.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
ruego, súplica δ. δεῖσθαι dirigir una súplica, suplicar Ar.Ach.1059, cf. Sch.A.Eu.92-93, Tz. en An.Matr.591.
• Etimología: Nombre de acción de la r. de 2 δέω q.u.
German (Pape)
[Seite 534] τό, die Bitte, δέημα δεῖσθαι, eine Bitte thun, Ar. Ach. 1059.
Greek (Liddell-Scott)
δέημα: τό, (δέομαι) παράκλησις, δέημα δεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ.1059.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
prière.
Étymologie: δέομαι.
Greek Monolingual
δέημα, το (AM)
παράκληση, ικεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέω, δέομαι «χρειάζομαι, ζητώ, παρακαλώ»].
Greek Monotonic
δέημα: -ατος, τό (δέομαι), ικεσία, παράκληση, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δέημα: ατος τό Arph. = δέησις I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέημα -ατος, τό [δέω] verzoek.