θάημα

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάημα Medium diacritics: θάημα Low diacritics: θάημα Capitals: ΘΑΗΜΑ
Transliteration A: tháēma Transliteration B: thaēma Transliteration C: thaima Beta Code: qa/hma

English (LSJ)

[θᾱ], ατος, τό, Dor. for θέαμα (θήημα), αἰπολικὸν θάημα Theoc. 1.56, cf. Aus.Ep.10.33.

German (Pape)

[Seite 1181] τό, dor. = θέαμα, Theocr. 1, 56, Αἰολικόν τι θάημα, wo die Kürze der ersten Sylbe auffällt, weshalb Porson τι auswarf.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dor. c. θέαμα.

Greek (Liddell-Scott)

θάημα: τό, κατὰ τὸν Ahr. γραπτέον θᾶμα = θέαμα, ἐν ἄλλῃ γραφῇ φέρεται θέημα (ἴδε ἔκδ. Meineke καὶ σημ. ἐν σ. 186), Θεόκρ. 1. 56.

Greek Monolingual

θάημα, το (Α)
θέαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θέαμα.

Greek Monotonic

θάημα: -ατος, τό, Δωρ. αντί θέαμα, θαύμα, θέαμα, έκπληξη σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

θάημα: (ᾱ) дор. = θέαμα.

Middle Liddell

θάημα, ατος, τό,
a sight, wonder, Theocr. [doric for θέαμα