κατάδενδρος

From LSJ
Revision as of 13:38, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδενδρος Medium diacritics: κατάδενδρος Low diacritics: κατάδενδρος Capitals: ΚΑΤΑΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: katádendros Transliteration B: katadendros Transliteration C: katadendros Beta Code: kata/dendros

English (LSJ)

ον, thickly wooded, Nymphod.12, D.S.17.68, Ael. Tact.35.4; τὰ κ. [τῶν ὀρέων] Gp.2.6.1.

German (Pape)

[Seite 1345] mit Bäumen bepflanzt; νῆσος Ath. VI, 265 d; χώρα D. Sic. 17, 68; a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

κατάδενδρος: поросший деревьями (χώρα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάδενδρος: -ον, πλήρης δένδρων, Νυμφόδ. παρ’ Ἀθην. 265D, Διόδ. 17. 68, κτλ.· τὰ κ. τῶν ὀρέων Γεωπ. 2. 6, 1· πρβλ. κάτοξος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάδενδρος, -ον)
γεμάτος δένδρα («κατάδενδρο νησί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δένδρος (< δένδρος), πρβλ. ένδενδρος, σύνδενδρος].