κηλήτης

From LSJ
Revision as of 22:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλήτης Medium diacritics: κηλήτης Low diacritics: κηλήτης Capitals: ΚΗΛΗΤΗΣ
Transliteration A: kēlḗtēs Transliteration B: kēlētēs Transliteration C: kilitis Beta Code: khlh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (κήλη) one who is ruptured, Str.17.3.4, Gal. 10.988, D.C.73.2, AP11.342, Luc.Epigr.39:—Att. καλήτης Phryn. PSp.81 B.

German (Pape)

[Seite 1431] ὁ, att. καλήτης, B. A. 47, der einen Bruch od. Kropf hat; Ep. ad. 92 (XI, 342); D. Cass. 73, 2; Strab. XVII, 827.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
malade d'une hernie.
Étymologie: κήλη.

Greek (Liddell-Scott)

κηλήτης: -ου, ὁ, (κήλη) ὁ πάσχων ἐκ κήλης, «σπασμένος», Στοβ. 827, Ἀνθ. Π. 11. 342, 404· Ἀττ. καλήτης, Α. Β. 47.

Greek Monolingual

κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) κήλη
αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.).

Greek Monotonic

κηλήτης: -ου, ὁ (κήλη), αυτός που είναι «σπασμένος», κομμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κηλήτης: ου ὁ страдающий грыжей Anth.

Middle Liddell

κηλήτης, ου, κήλη
one who is ruptured, Anth.