λειόμιτος

From LSJ
Revision as of 22:38, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόμῐτος Medium diacritics: λειόμιτος Low diacritics: λειόμιτος Capitals: ΛΕΙΟΜΙΤΟΣ
Transliteration A: leiómitos Transliteration B: leiomitos Transliteration C: leiomitos Beta Code: leio/mitos

English (LSJ)

ον, smoothing the warp, κάμακες AP6.247 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 24] die Fäden des Gewebes glättend, glatt machend, κάμακες, Philp. 18 (VI, 247).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tend ou aplanit les fils d'une trame.
Étymologie: λεῖος, μίτος.

Greek (Liddell-Scott)

λειόμῐτος: -ον, ὁ λειαίνων τὸ στημόνιον, κάμαξ Ἀνθ. Π. 6. 247.

Greek Monolingual

λειόμιτος, -ον (Α)
αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το στημόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + μίτος «κλωστή του στημονιού, νήμα» (πρβλ. αμφί-μιτος, λεπτό-μιτος)].

Greek Monotonic

λειόμῐτος: -ον, αυτός που ισιώνει τους μίτους του υφάσματος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λειόμῐτος: разглаживающий основу (ткани) (κάμαξ Anth.).

Middle Liddell

λειό-μῐτος, ον
smoothing the warp, Anth.