λινοπόρος

From LSJ
Revision as of 21:43, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοπόρος Medium diacritics: λινοπόρος Low diacritics: λινοπόρος Capitals: ΛΙΝΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: linopóros Transliteration B: linoporos Transliteration C: linoporos Beta Code: linopo/ros

English (LSJ)

ον, sail-wafting, αὖραι E.IT410 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pénètre dans les voiles en parlant du vent.
Étymologie: λίνον, πορεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοπόρος: -ον, ὁ τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πληρῶν, «φουσκώνων», λινοπόροις αὔραις Εὐρ. Ι. Τ. 410.

Greek Monolingual

λινοπόρος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ακροπόρος, οδοιπόρος.

Greek Monotonic

λῐνοπόρος: -ον, αυτός που φουσκώνει τα ιστία του πλοίου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοπόρος: надувающий паруса (αὖραι Eur.).

Middle Liddell

λῐνο-πόρος, ον
sail-wafting, Eur.