αὐλή
English (LSJ)
ἡ,
A open court before the house, courtyard, Il.4.433, 11.774, SIG1044.17 (Halic., iv/iii B. C.), etc. 2 steading for cattle, αὐλῆς ὑπεράλμενον Il.5.138, cf. Od.14.5. II later, court or quadrangle, round which the house was built, Hdt.3.77, Ar.V.131, Pl.Prt.311a, etc. III generally, court, hall, Ζηνὸς αὐ. Od.4.74, cf. Il.6.247; τὴν Διὸς αὐλήν A.Pr.122 (lyr.); αὐ. νεκύων E.Alc.260 (lyr.); court of a temple, ἱεροῦ IG22.1299.28 (Eleusis, iii B. C.), cf. ib.1126.35, LXX Ps.83(84).3; any dwelling, abode, chamber, S.Ant.946 (lyr.), etc.; of a cave, Id.Ph.153 (lyr.); ἀγρόνομοι αὐλαί homes of dwellers in the wild, Id.Ant.786 (lyr.); later, country-house, D.H.6.50. IV ἡ αὐλή the Court, αὐλὰς θεραπεύειν Men.897, Diph.97, Com.Adesp.145, cf. Plb.5.26.9; οἱ περὶ τὴν αὐλήν the courtiers, ib.36.1, cf. OGI735.4 (ii B. C.), Inscr.Mus.Alex.31; at Rome, Arr.Epict.1.10.3; ἡ βασίλειος αὐ. Hdn.3.11.7. (Wrongly expld. as τόπος διαπνεόμενος (cf. αὐλός) by Ath.5.189b.)
Greek (Liddell-Scott)
αὐλή: ἡ, πιθαν. ἐκ τοῦ ἄημι, πνέω· διότι ἡ αὐλή ἦτο ἀνοικτὴ καὶ ἀναπεπταμένη εἰς τὸν ἀέρα, ὁ γάρ διαπνεόμενος τόπος αὐλή λέγεται Ἀθήν. 189Β): - Παρ’ Ὁμήρ. ἡ πρό τῆς οἰκίας ἀνοικτὴ αὐλή, ἔχουσα πέριξ οἰκημάτια καὶ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Διός Ἑρκείου τὸν βωμόν οὕτως ὥστε οὐ μόνον ἦτο τὸ συνεντευκτήριον τῆς οἰκογενείας ἀλλά καὶ ἐχρησίμευεν ὡς μάνδρα διὰ τὰ κτήνη, Ἰλ. Δ. 433., Λ.774. Εἶχε δέ δύο θύρας, δηλ. τὴν ἀπό τῆς αὐλῆς φέρουσαν διὰ τῆς αἰθούσης εἰς τὸν πρόδομον, Ὁδ. Ι. 185: ὁ Ἀχιλλεύς εἶχεν αὐλήν περὶ τὴν σκηνὴν αὑτοῦ , Ἰλ. Ω. 452· ὁ θάλαμος τοῦ Τηλεμάχου ἦτο ἐν τῇ αὐλῇ, Ὀδ. Α. 425. 2) ὁ περίβολος τῆς αὐλῆς, αὐλῆς ὑπεράλμενον Ἰλ. Ε.138, πρβλ. Ὀδ. Ν.5. ΙΙ. Μεθ’ Ὅμηρον αὐλή ἦτο τὸ τετράγωνον, περί ὅ ἦτο ᾠκοδομημένη ἡ οἰκία ἔχουσα ὁλόγυρα περιστύλιον ἐξ οὗ θύραι ἦγον εἰς τὰ οἰκήματα τῶν ἀνδρῶν· ἀπέναντι δὲ τῆς αὐλείου θύρας ἦτο ἡ μέσαυλος ἤ μέταυλος ἄγουσα εἰς τὸν γυναικῶνα, Ἡρόδ. 3. 77, Ἀριστοφ. Σφ. 131, Πλάτ. Πρωτ. 311Α,κτλ.· πρβλ. Βεκκήρου «Χαρικλέα» 1 σ. 173 κἑξ..., 182 κἑξ. ΙΙΙ. καθόλου, πᾶσα αὐλή, Ζηνός αὐλή Ὀδ. Δ. 74, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 247· τὴν Διός αὐλήν Αἰσχύλ. Πρ. 122· αὐλή νεκύων Εὐρ. Ἄλκ. 259: - πᾶσα κατοικία, ἐνδιαίτημα, οἴκημα ἤ θάλαμος, Σοφ. Ἀντ. 945, κτλ.· ἐπί σπηλαίου, ὁ αὐτ. Φ. 153· ἀγρόνομοι αὐλαί, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀντ. 785· - μεταγ. ἀγροτική οἰκία, ἔπαυλις Λατ. villa, Διον. Ἁλ. 6. 50· πρβλ. αὔλιον. IV. μεταγ. ἡ αὐλή, ἡ βασιλικὴ αὐλὴ, Λατ. aula regia, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 347, Πολύβ. 5. 26, 9· οἱ περί τὴν αὐλήν, οἱ αὐλικοί, κτλ., ὁ αὐτ. 5. 36, 1, κτλ.· πρβλ. αὐλικός.