ἀποστολικός

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστολικός Medium diacritics: ἀποστολικός Low diacritics: αποστολικός Capitals: ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: apostolikós Transliteration B: apostolikos Transliteration C: apostolikos Beta Code: a)postoliko/s

English (LSJ)

ή, όν, sung on departure, μέλη Procl. ap. Phot.p.322B.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I de despedida τρόποι de cantos y bailes, Ath.631d
subst. τὸ ἀ. poema mélico de despedida Procl.Chr.37, 96.
II 1apostólico de abstr. y cosas ἀπὸ τάξεως ἀποστολικῆς Origenes Io.32.18, ἡ ἀ. γραφή ref. a las epístolas de S. Pablo, Clem.Al.Prot.1.4.4, Origenes Princ.1.proem.2, de la Iglesia Católica PRyl.471.5 (V d.C.)
de una iglesia dedicada, consagrada a los apóstoles Thdt.HE 2.31.11
de pers. que tiene carácter de apóstol, apostólico de San Bernabé μάρτυν τὸν ἀποστολικόν Clem.Al.Strom.2.20.116, de Job, Olymp.Iob proem.p.2.
2 subst. τὸ ἀ. dicho apostólico τὸ ἀ. «τὸ γὰρ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ» Clem.Al.Ecl.25 (p.143.23)
en plu. las Epístolas op. los Evangelios, Iren.Lugd.Haer.1.3.6, cf. Clem.Al.Strom.7.14.84
en liturgia La Epístola op. al Evangelio, Gr.Thaum.Anunt.M.10.1161C.
3 subst. οἱ ἀποστολικοί los apostólicos individuos de una secta ascética, Ammon.Io.4, Isid.Etym.8.5.19.
III adv. -ῶς apostólicamente ἀ. φθεγξώμεθα Origenes Mart.21.

German (Pape)

[Seite 327] zur Absendung gehörig; apostolisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστολικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀποστολικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους ή ο σύμφωνος με τη διδασκαλία τους
2. ένθερμοςαποστολικός ζήλος»)
μσν.- νεοελλ.
(το ουδέτερο ως ουσ.) τὸ ἀποστολικόν
1. βιβλίο που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης
2. τροπάριο προς τιμή των Αποστόλων
αρχ.
αυτός που τραγουδιέται κατά την αναχώρηση.