ἰδιογνώμων

From LSJ
Revision as of 17:23, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐογνώμων Medium diacritics: ἰδιογνώμων Low diacritics: ιδιογνώμων Capitals: ΙΔΙΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: idiognṓmōn Transliteration B: idiognōmōn Transliteration C: idiognomon Beta Code: i)diognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, holding one's own opinion, Hp.Aër.24, Phryn.Com.18, Arist.EN1151b12.

German (Pape)

[Seite 1236] ον, nach eigenem Sinne verfahrend, eigensinnig; Phryn. com. B. A. 345, 2; Arist. Nic. Eth. 7, 9, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.
Étymologie: ἴδιος, γνώμή.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιογνώμων: -ον, ὁ πράττων ἢ ἐνεργῶν κατ’ ἰδίαν γνώμην, αὐτογνώμων, ἰδιότροπος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 3.

Greek Monolingual

ἰδιογνώμων, -ον (Α)
αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του γνώμη, χωρίς να επηρεάζεται από κανέναν άλλον.
επίρρ...
ἰδιογνωμόνως (ΑΜ)
μσν.
αυθόρμητα
αρχ.
με ξεχωριστή, με προσωπική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γνωμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ευγνώμων, ισχυρογνώμων.

Greek Monotonic

ἰδιογνώμων: -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, αυτόβουλος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιογνώμων: 2, gen. ονος (ῐδ) держащийся собственного мнения, не отступающий от собственных взглядов Arst.

Middle Liddell

holding one's own opinion, Arist.