εὐάρματος

From LSJ
Revision as of 19:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάρμᾰτος Medium diacritics: εὐάρματος Low diacritics: ευάρματος Capitals: ΕΥΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: euármatos Transliteration B: euarmatos Transliteration C: evarmatos Beta Code: eu)a/rmatos

English (LSJ)

ον, (ἅρμα) A with beauteous car, Θήβα S.Ant.845 (lyr.). 2 victorious in the chariot-race, Pi.P.2.5, I.2.17.

German (Pape)

[Seite 1057] glücklich, siegreich im Wettkampf der Wagen, Pind. P. 2, 5 I. 2, 17 u. öfter; Θήβη, mit schönen Wagen, Soph. Ant. 837.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux beaux chars.
Étymologie: εὖ, ἅρμα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάρμᾰτος: -ον, (ἅρμα) ἔχων καλὰ ἅρματα, Θήβας τ’ εὐαρμάτου ἄλσος Σοφ. Ἀντ. 845. 2) νικητὴς ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πίνδ. Π. 2. 9., Ι. 2. 24.

English (Slater)

εὐάρμᾰτος, -ον with splendid chariot εὐάρματος Ἱέρων (P. 2.5) εὐάρματον πόλιν Cyrene (P. 4.7) εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος (I. 2.17) εὐάρματε Θήβα fr. 195.

Greek Monolingual

εὐάρματος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.)
2. νικητής στο αγώνισμα της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυάρματος, χρυσάρματος].

Greek Monotonic

εὐάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ωραίο άρμα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐάρμᾰτος:
1) славный (своими боевыми) колесницами (Θήβη Soph.);
2) побеждающий в состязаниях колесниц (Ἱέρων Pind.).

Middle Liddell

εὐ-άρμᾰτος, ον ἅρμα
with beauteous car, Soph.