περιμαίνομαι
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
English (LSJ)
A rage round about, rush furiously about, ἄλσος Hes. Sc.99. II to be madly in love with, τινα Ael.Ep.7: c. dat. rei, to be mad for, χρυσῷ Naumach. ap. Stob.4.23.7 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 582] umherrasen, ἄλσος, im Hain herumrasen, Hes. sc. 99; – τινί, leidenschaftliches Verlangen wonach haben, χρυσῷ, Naumach. 57.
French (Bailly abrégé)
1 errer, l'esprit égaré, autour de ou à travers, acc.;
2 être passionné pour, τινι.
Étymologie: περί, μαίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιμαίνομαι: Παθ., μαίνομαι περί τι, φέρομαι μανιωδῶς περὶ τι, ἄλσος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 99. ΙΙ. μετὰ δοτ. πράγμ., εἶμαι μανιώδης διά τι, μὴ σύ ποτε περιμαίνεο χρυσῷ Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 439. 10.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
περιμαίνομαι: Παθ., ορμώ μανιωδώς, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
περιμαίνομαι: в исступлении пробегать (ἱερὸν ἄλσος Hes.).