ἐγερτί
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
[ῐ], Adv. eagerly, busily, κινεῖν τινα S.Ant.413; wakefully, Heraclit.63, E.Rh.524.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῐ-]
adv. en vela φύλακας γίνεσθαι ἐ. ζώντων καὶ νεκρῶν Heraclit.63, ἐ. κινῶν ἄνδρ' ἀνὴρ ἐπιρρόθοις κακοῖσιν S.Ant.413, φρουρεῖν ἐ. E.Rh.524.
German (Pape)
[Seite 703] ermunternd; κινεῖν Soph. Ant. 409; munter, wach, Eur. Rhes. 524.
French (Bailly abrégé)
adv.
vivement.
Étymologie: ἐγείρω.
Greek Monolingual
ἐγερτί επίρρ. (Α)
1. πρόθυμα
2. άγρυπνα, προσεχτικά.
Greek Monotonic
ἐγερτί: [ῐ], (ἐγείρω), επίρρ., έντονα, ζωηρά, δραστήρια, σε Σοφ.· άγρυπνα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγερτί: adv.
1) деятельно или возбуждая, поощрительно (κινεῖν τινα Soph.);
2) бдительно (φρουρεῖν Eur.).
Middle Liddell
ἐγείρω
adv. eagerly, busily, Soph.: wakefully, Eur.