καλόπους

From LSJ
Revision as of 08:38, 25 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλόπους Medium diacritics: καλόπους Low diacritics: καλόπους Capitals: ΚΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kalópous Transliteration B: kalopous Transliteration C: kalopous Beta Code: kalo/pous

English (LSJ)

1 κᾱλόπους, ὁ, v. καλάπους.
2 κᾰλόπους, ὁ, ἡ, κᾰλόπουν, τό, gen. κᾰλόποδος, with beautiful feet, Suid.: but καλοπούς (leg. καλωπούς)· εὐοφθάλμους, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1313] ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten, Plat. Conv. 191 a οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλόποδα (Bekk. καλάποδα) λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας; Sp. schönfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλόπους: ὁ, ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. καλάπους.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ) :
forme en bois pour fabriquer des chaussures.
Étymologie: κᾶλον, πούς.

Greek Monolingual

(I)
καλόπους, -ουν (Α)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύπους, ωκύπους].
(II)
καλόπους και καλάπους, -οδος, ὁ (Α)
καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς. Για τη διατήρηση της λ. σε άλλες γλώσσες βλ. λ. καλαπόδι].

Russian (Dvoretsky)

κᾱλόπους: ποδος ὁ κᾶλον сапожная колодка Plat.

Translations

Bulgarian: калъп; Danish: læst; Dutch: leest; Finnish: lesti; French: forme; German: Leisten; Greek: καλαπόδι; Ancient Greek: καλάπους, καλόπους; Hindi: जूते बनाने का फर्म; Hungarian: kaptafa; Italian: forma; Latin: mustricula; Luxembourgish: Leescht; Persian: قالب کفش‎, خهل‎, تولبره‎; Polish: kopyto; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: колодка; Scottish Gaelic: ceap; Spanish: horma; Swedish: läst