καλόπους
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
English (LSJ)
1 κᾱλόπους, ὁ, v. καλάπους.
2 κᾰλόπους, ὁ, ἡ, κᾰλόπουν, τό, gen. κᾰλόποδος, with beautiful feet, Suid.: but καλοπούς (leg. καλωπούς)· εὐοφθάλμους, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1313] ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten, Plat. Conv. 191 a οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλόποδα (Bekk. καλάποδα) λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας; Sp. schönfüßig, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ) :
forme en bois pour fabriquer des chaussures.
Étymologie: κᾶλον, πούς.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλόπους: ὁ, ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. καλάπους.
Greek Monolingual
(I)
καλόπους, -ουν (Α)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύπους, ωκύπους].
(II)
καλόπους και καλάπους, -οδος, ὁ (Α)
καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς. Για τη διατήρηση της λ. σε άλλες γλώσσες βλ. λ. καλαπόδι].
Russian (Dvoretsky)
κᾱλόπους: ποδος ὁ κᾶλον сапожная колодка Plat.
Wikipedia EN
A last is a mechanical form shaped like a human foot. It is used by shoemakers and cordwainers in the manufacture and repair of shoes. Lasts typically come in pairs and have been made from various materials, including hardwoods, cast iron, and high-density plastics.
Translations
Bulgarian: калъп; Danish: læst; Dutch: leest; Finnish: lesti; French: forme; German: Leisten; Greek: καλαπόδι; Ancient Greek: καλάπους, καλόπους; Hindi: जूते बनाने का फर्म; Hungarian: kaptafa; Italian: forma; Latin: mustricula; Luxembourgish: Leescht; Persian: قالب کفش, خهل, تولبره; Polish: kopyto; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: колодка; Scottish Gaelic: ceap; Spanish: horma; Swedish: läst
ca: formó; cs: ševcovské kopyto; cv: атă-пушмак калăпĕ; da: læst; de: Leisten; en: last; eo: ŝuformilo; es: horma; et: kingaliist; eu: orkoi; fi: lesti; fr: forme à monter; hu: kaptafa; lb: leescht; nl: leest; nn: leist; no: skomakerlest;: kopyto szewskie; ru: обувная колодка; sv: läst; uk: взуттєва колодка; zh: 鞋楦