δυσαχής

From LSJ
Revision as of 19:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσᾰχής Medium diacritics: δυσαχής Low diacritics: δυσαχής Capitals: ΔΥΣΑΧΗΣ
Transliteration A: dysachḗs Transliteration B: dysachēs Transliteration C: dysachis Beta Code: dusaxh/s

English (LSJ)

ές, (ἄχος) A most painful, πάθος A.Eu.145 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δυσᾰχής) -ές
cruel, doloroso πάθος A.Eu.145 (cód., pero v. δυσακής).

German (Pape)

[Seite 677] (ἄχος), schwer zu beklagen; πάθος Aesch. Eum. 140. ές, dor. = δυσηχής.

French (Bailly abrégé)

2ής, ές :
pénible, affligeant.
Étymologie: δυσ-, ἄχος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσᾱχής: -ές, Δωρ. ἀντὶ δυσηχής, Ἀνακρ. 108.

Greek Monolingual

(I)
δυσαχής, -ές (Α)
ο πολύ λυπηρός.
(II)
δυσαχής, -ές (Α)
δυσηχής, με δυσάρεστο ήχο.

Greek Monotonic

δυσᾰχής: -ές (ἄχος), επώδυνος, οδυνηρός, επίπονος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δυσᾱχής: II дор. = δυσηχής.
δυσᾰχής: крайне мучительный, тягостный (πάθος Aesch.).

Middle Liddell

δυσ-ᾰχής, ές ἄχος
most painful, Aesch.