ἀμελητέος

From LSJ
Revision as of 22:32, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμελητέος Medium diacritics: ἀμελητέος Low diacritics: αμελητέος Capitals: ΑΜΕΛΗΤΕΟΣ
Transliteration A: amelētéos Transliteration B: amelēteos Transliteration C: ameliteos Beta Code: a)melhte/os

English (LSJ)

α, ον, to be neglected, Luc. Tim. 9, Arr. An. 1.7.4.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. despreciable οὐ παροπτέος ἁνὴρ οὐδὲ ἀμελητέος Luc.Tim.9
de cosas que debe ser descuidado τὰ τῶν Θηβαίων οὐδαμῶς ἐδόκει (Ἀλεξάνδρῳ) ἀμελητέα εἶναι Arr.An.1.7.4.
2 neutr. impers. ἀμελητέον = hay que desinteresarse de, hay que despreciar c. gen. τῶν μὲν τοιούτων ἀμελητέον Isoc.9.7
τούτων ἔγνω οὐκ ἀμελητέα εἶναι οἱ Ἀλέξανδρος respecto a éstos se dió cuenta Alejandro que no debían ser despreciados por él Arr.An.1.24.1, cf. tb. Clem.Al.QDS 27.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut ou qu'il faut négliger ; ἀμελητέον on doit négliger, gén..
Étymologie: ἀμελέω.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀμελέω,]
I. one must neglect, τινός Isocr.
II. ἀμελητέος, α, ον, to be neglected, Luc.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀμελητέος, -α, ον) ἀμελῶ
1. ο ανάξιος λόγου και υπολογισμού, ασήμαντος, τιποτένιος
2. φρ. «αμελητέα ποσότητα», ανάξια λόγου, ασήμαντη ποσότητα (λέγεται και για πρόσωπα)
αρχ.
αυτός, για τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φροντίσει.