ἀνάχυμα

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάχῠμα Medium diacritics: ἀνάχυμα Low diacritics: ανάχυμα Capitals: ΑΝΑΧΥΜΑ
Transliteration A: anáchyma Transliteration B: anachyma Transliteration C: anachyma Beta Code: a)na/xuma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A expanse, ἀ. αἰθέριον Nicom.Harm.3.
II = ἀνάχυσις ΙΙ, Str.Chr.7.45.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 expansión ἀ. αἰθέριον Nicom.Harm.3.
2 estuario Str.Chr.7.45.

German (Pape)

[Seite 215] τό, das Ausgegossene, αἰθέριον, das Meer des Aethers, Music.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάχῠμα: -ατος, τό, ἀπέραντος ἔκτασις, τὸ ἀχανές, ἀν. αἰθέριον Νικομ. Μουσ. σ. 6.

Greek Monolingual

το (AM ἀνάχυμα)
νεοελλ.
η μικρή ποσότητα από κρύο γάλα που χύνεται μέσα σε δοχείο με γάλα ζεστό για να παρασκευαστεί η μυζήθρα, (αλλ.) πρόγαλα
μσν.
όρυγμα βαθύ, πρόχωμα
αρχ.
πλατιά έκταση, ευρύ διάστημα.