ἀναγωγός

From LSJ
Revision as of 11:20, 31 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγωγός Medium diacritics: ἀναγωγός Low diacritics: αναγωγός Capitals: ΑΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: anagōgós Transliteration B: anagōgos Transliteration C: anagogos Beta Code: a)nagwgo/s

English (LSJ)

όν,
A bringing up, eliciting, πτυάλου Hp.Acut.58.
2 raising up or conveying up, ἡ διὰ τοῦ πυρὸς προσαγωγὴ τῶν θυσιῶν ἀ. ἐπὶ τὸ οὐράνιον πῦρ Iamb.Myst.5.11.
b uplifting the soul, elevating, θεός Jul.Or.5.173c, cf. Iamb.Myst.2.6, Syrian. in Metaph.14.36, Procl.Inst.158; σωτηρία Dam.Isid.232; ἀ. τοῦ τρίτου εἰς τὸ πρῶτον Id.Pr.75.

Spanish (DGE)

-όν
no conducido, alejado de διδάσκοντες ὧν ἀπέχεσθαι προσήκει καὶ ἀναγωγὸν εἶναι τὴν παρθένον Meth.Symp.5.5.
-όν
1 medic. que expulsa, expectorante πτυάλου Hp.Acut.58.
2 que hace ascender ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ Iambl.Myst.5.11, ἐπὶ τὸ νοητόν Procl.in Cra.111.8
que eleva el alma, espiritual θεός Iul.Or.8.173c, Iambl.Myst.8.8, ζωή Procl.Phil.Chal.1, σωτηρία Dam.Isid.232, φάη Synes.Hymn.1.377
τὴν ἄχραντον (ἰδιότητα) καὶ τὴν κόσμιον καὶ τὴν ἀ. Procl.in Cra.105.20, cf. τὸ ἀ. lo que eleva (al alma), Procl.Inst.158.

German (Pape)

[Seite 185] (ἀνάγω), dasselbe, bes. in phys. Beziehung, hinaufführend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγωγός: -όν, ὁ ἀνάγων πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβιβάζων, πτυέλου Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 392. 2) ὁ ἀποκαθιστῶν, ἀποδίδων, Ἰαμβλ. Μυστ. 2. 6, ἐξεγείρων, ὁ ἀνυψῶν, ὑπέροχος, ζωὴ Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀναγωγός, -όν (ΑΜ) ἀνάγω
1. αυτός που οδηγεί, που κινεί κάτι προς τα επάνω, που ανεβάζει
2. αυτός που εξυψώνει ηθικά, που μεταρσιώνει.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάγωγος, -ον)
αυτός που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή, αγενής, κακοαναθρεμμένος
νεοελλ.
(στα Μαθηματικά για κλάσματα) αυτός που δεν επιδέχεται αναγωγή
αρχ.
1. κακόγουστος, άσχημος
2. αμαθής, αμόρφωτος
3. έκλυτος, ακόλαστος
4. (για άλογα και σκύλους) ατίθασος, αδάμαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀγωγή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναγωγία].