ἀνθρακίζω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
make charcoal of, roast or toast, Ar.Pax1136; carbonize, PHolm.6.4.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀνθρε- UPZ 78.33
tostar κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου Ar.Pax 1136
•carbonizar, PHolm.28
•de pers. quizá fig. abrasar, convertir en carbón Πτολεμαῖον UPZ 80.8, cf. ἠ[ν] θρεκίσθαι ἄνθρωπον UPZ 78.33.
German (Pape)
[Seite 233] zu Kohlen brennen, Ar. Pax 1102. Bei Sp. intrans., schwarz wie eine Kohle aussehen.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνθρακίσω, att. ἀνθρακιῶ;
1 réduire en charbon;
2 faire griller sur des charbons.
Étymologie: ἄνθραξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρακίζω: μέλλ. -ίσω καὶ ιῶ = ἀνθρακόω, κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, ὀπτῶ ἐπὶ ἀνθρακιᾶς, ἡ γὰρ θεὸς σ’ ὡς ἐπύθεθ’ ἥκοντ’... βοῦν ἀπηνθράκιζ’ ὅλον ὁ αὐτ. Βάτρ. 506. ΙΙ. ὁμοιάζω τῷ πολυτίμῳ λίθῳ ἄνθρακι, τόπαζος ἐρυθρὸς καὶ ἀνθρακίζων, Ἐκκλ., ἴδε ἐν λέξ. ἄνθραξ ΙΙ.
Greek Monolingual
(AM ἀνθρακίζω)
1. ανθρακεύω
2. ψήνω κάτι στην ανθρακιά
μσν.
μοιάζω με τον πολύτιμο λίθο
άνθρακα.
Greek Monotonic
ἀνθρᾰκίζω: μέλ. -ίσω (ἄνθραξ), φτιάχνω κάρβουνα από, ψήνω ή καίω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρᾰκίζω: Arph. = ἀνθρακόω.