ἔλασμα

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλασμα Medium diacritics: ἔλασμα Low diacritics: έλασμα Capitals: ΕΛΑΣΜΑ
Transliteration A: élasma Transliteration B: elasma Transliteration C: elasma Beta Code: e)/lasma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A metal beaten out, metal-plate, Ph.Bel.69.51, D.S.5.33, Dsc.5.81, Paus.10.16.1.
2 general name for probes and other surgical instruments, Gal.2.574; ἔ. ξύλινον ibid.: esp. flat end of a probe, Heliod. ap. Orib.44.11.3.
II = ἔλασις, Eust.1306.55.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I concr.
1 metal batido o labrado, plancha, placa, lámina de metal ἔ. χρυσίου καὶ ἀργυρίου LXX Hb.2.19, cf. Aristeas 65, ἐλάσματα χαλκᾶ Ph.Bel.69.51, cf. Hippol.Haer.4.32.1, ἐλάσματα ... σιδήρου D.S.5.33, cf. Paus.10.16.1, ἔ. λαμπάδος σιδηρᾶς ID 1417B.2.60 (II a.C.), μολύβδου ἐλάσματα Dsc.5.81.4, I.AI 11.331, 12.70.
2 cirug. sonda ἔ. χαλκοῦν, ἢ σιδηροῦν, ἢ ἀργυροῦν, ἢ ξύλινον Gal.2.574
en plu. ref. instrumental quirúrgico diverso, Gal.2.575, 580.
3 parte plana, mango, empuñadura de un instrumento cortante ἔ. στενῆς κατιάδος mango de una lanceta delgada Heliod. en Orib.44.11.4.
II abstr.
1 empuje, peso τῶν ποδῶν I.AI 12.74, cf. Aristeas 69.
2 empuje, carrera del caballo, Eust.1306.55.

German (Pape)

[Seite 789] τό, eine mit dem Hammer getriebene Metallplatte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλασμα: τό, μέταλλον ἐσφυρηλατημένον, πλὰξ μεταλλίνη, Διοσκ. 5. 96, Παυσ. 10.16, 1. ΙΙ. = ἔλασις, Γεώργ. Πισίδης Ἑξαήμ. στ. 99, Εὐστ. 1306. 55.

Greek Monolingual

το (AM ἔλασμα)
λεπτή μετάλλινη πλάκα ή φύλλο μετάλλου, λαμαρίνα, που κατασκευάζεται με σφυρηλάτηση ή έλαση (συνεχή συμπίεση σε θερμή κατάσταση)
νεοελλ.
το πλατύ μέρος του φύλλου τών φυτών
αρχ.-μσν.
ἔλασις
μσν.
μεταλλική πλάκα που χρησιμοποιείται ως κόσμημα
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων χειρουργικών εργαλείων και οργάνων
2. το επίπεδο άκρο του καθετήρα.