δημιόπρατα

From LSJ
Revision as of 20:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιόπρᾱτα Medium diacritics: δημιόπρατα Low diacritics: δημιόπρατα Capitals: ΔΗΜΙΟΠΡΑΤΑ
Transliteration A: dēmióprata Transliteration B: dēmioprata Transliteration C: dimioprata Beta Code: dhmio/prata

English (LSJ)

τά, goods seized by public authority, and put up for sale, Ar.V.659, Poll.10.96, Ath.11.476e, Phalar.Ep.95; περὶ τῶν δ. πρὸς εὐθίαν, title of speech by Lys.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
biens confisqués et vendus à l'encan.
Étymologie: δήμιος, πιπράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημιόπρατα -ων, τά [δῆμος, πιπράσκω] geconfisqueerde goederen.

Russian (Dvoretsky)

δημιόπρᾱτα: τά конфискованное и продаваемое с торгов имущество Arph., Plut.

Greek Monolingual

δημιόπρατα, τα (Α)
κτήματα ιδιωτών που κατασχέθηκαν και πωλούνται δημόσια προς όφελος της πολιτείας («λιμένας, μισθοὺς και δημιόπρατα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος + πρατά, πληθ. ουδ. του πρατός < πιπράσκω «πουλάω»].

Greek Monotonic

δημιόπρᾱτα: τά (πρᾱτός), αγαθά που πωλούνται σε δημοπρασία, δημευμένα αγαθά, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δημιόπρᾱτα: τά, πράγματα καταλαμβανόμενα ὑπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ δήμου καὶ ἐκτιθέμενα εἰς πώλησιν· ἀπετέλουν δὲ ταῦτα μίαν τῶν προσόδων τοῦ δημοσίου ταμείου κατὰ τὸν Ἀριστοφ. Σφηξ. 659· πρβλ. Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 96, B öckh Ath. Staatsh. 1. 265., 2, 127 κἑξ.

Middle Liddell

[πρᾱτός]
goods sold by public authority: confiscated goods, Ar.