οὔλω

From LSJ
Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔλω Medium diacritics: οὔλω Low diacritics: ούλω Capitals: ΟΥΛΩ
Transliteration A: oúlō Transliteration B: oulō Transliteration C: oylo Beta Code: ou)/lw

English (LSJ)

(οὖλος A) to be whole or sound (τὸ γὰρ οὔλειν ὑγιαίνειν Str.14.1.6), used by Hom. in imper. οὖλε, as a salutation, health to thee, οὖλέ τε καὶ μάλα χαῖρε health and joy be with thee, Od.24.402, cf.h.Ap.466:—a form οὐλέω is cited by Hsch. (οὐλείοιεν· ἐν ὑγείᾳ φυλάσσοιεν) and Greg. Cor.p.491S.

German (Pape)

[Seite 414] ganz, heil sein, gesund sein, kommt nur im imperat. οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε vor, Od. 24, 402, H. h. Apoll. 466, sei heil, wohl, Glück zu! vgl. Buttmann Lexil. I, 190. Nach Hesych. auch οὐλέω.

French (Bailly abrégé)

seul. impér. οὖλε;
salut ! portez-vous bien ! adieu !.
Étymologie: DELG ὅλος.

Greek (Liddell-Scott)

οὔλω: (οὖλος Α) εἶμαι ὁλόκληρος, ἀκέραιος, ἢ ὑγιὴς (τὸ γὰρ οὔλειν ὑγιαίνειν Στράβ. 635), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ προστ. οὖλε, χαῖρε, Λατ. salve, ὡς χαιρετισμός, ὑγίαινε, «γειά σου», οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, ὑγίαινε καὶ εὐτύχει, Ὀδ. Ω. 402, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 466. - Τύπος τις οὐλέω μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Γρηγ. Κορ.

Greek Monotonic

οὔλω: (οὖλος Α), είμαι ολόκληρος, πλήρης ή σώος, ακέραιος, προστ. οὖλε, Λατ. salve, ως χαιρετισμός, γεια σου, οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, να έχεις υγεία και χαρά, γεια και χαρά σου, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

οὔλω, [οὖλος1]
to be whole or sound, imperat. οὖλε, Lat. salve, as a salutation, health to thee, οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε health and joy be with thee, Od.