κρουστικός

From LSJ
Revision as of 20:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουστικός Medium diacritics: κρουστικός Low diacritics: κρουστικός Capitals: ΚΡΟΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kroustikós Transliteration B: kroustikos Transliteration C: kroustikos Beta Code: kroustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for striking, butting, of a ram, Ph.1.113. II able to sound the right note, ὄργανα Arist.Pr.918a33; κ. θίξις χορδῶν, opp. ἠθική, Plu.2.802f. 2 metaph., of a rhetorician or sophist, striking, impressive, Ar.Eq.1379; τὸ κ. striking eloquence, Luc.Dem.Enc.32.

German (Pape)

[Seite 1514] zum Schlagen gehörig; bes. = einen Klang hervorbringend u. in die Ohren fallend, ein dringlich; κρουστικὰ μᾶλλον τὰ ὄργανα τοῦ στόματος Arist. probl. 19, 10; von der Redekunst, Ar. Equ. 1379; Luc. Dem. enc. 32 u. Sp., eindringlich, ergreifend.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
retentissant, vibrant.
Étymologie: κρούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρουστικός -ή -όν [κρούω] overdr. doortastend; subst. τὸ κρουστικόν indrukwekkende welsprekendheid.

Russian (Dvoretsky)

κρουστικός:
1) разящий слух, громогласный, звучный (ὄργανα Arst.);
2) (об ораторском искусстве), яркий, разительный, (σαφὴς καὶ κρουστικός Arph.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κρουστικός, -ή, -όν) κρούω
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην κρούση ή αυτός που ενεργεί με κρούση, επικρουστικός («κρουστικό όπλο» — το κρουσιφλεγές όπλο)
2. φρ. φυσ. «κρουστικό κύμα» — ισχυρό κύμα πίεσης το οποίο διαδίδεται σε κάθε ελαστικό μέσο, όπως είναι ο αέρας, το νερό ή ένα στερεό σώμα, στη διάρκεια φαινομένων που συνεπάγονται βίαιες μεταβολές της πίεσης, της πυκνότητας και της θερμοκρασίας
αρχ.
1. (για κριάρι) αυτός που έχει την ιδιότητα να χτυπά με τα κέρατα, να κερατίζει («διότι κρουστικόν φύσει ζῷόν ἐστι», Φίλ.)
2. αυτός που παράγει σωστό, κατάλληλο ή διαπεραστικό ήχο («ἡ μὲν γὰρ φωνὴ ἡδίων ἡ τοῦ ἀνθρώπου
κρουστικὰ δὲ μᾶλλον τὰ ὄργανα τοῦ στόματος», Αριστοτ.)
3. (για ρητοροδιδάσκαλο ή σοφιστή) αυτός που προκαλεί εντύπωση, εντυπωσιακός, έντονα εκφραστικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρουστικόν
η ευγλωττία.

Greek Monotonic

κρουστικός: -ή, -όν, κατάλληλος για να χτυπήσει στα αυτιά, εντυπωσιακός, σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για ρητοροδιδάσκαλο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρουστικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ κρούῃ, νὰ κερατίζῃ, ἐπὶ κριοῦ, Φίλων 1. 113. ΙΙ. ὁ παράγων ἦχον διαπεραστικόν, κρουστικὰ δὲ μᾶλλον τὰ ὄργανα τοῦ στόματος, ὄργανα Ἀριστοτ. Προβλ. 19. 10, πρβλ. Πλούτ. 2. 802Ε. 2) μεταφ., ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλου ἢ σοφιστοῦ, παρέχων ἐντύπωσιν, ἐκφραστικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1379· τὸ κρ., ἐκφραστικὴ εὐγλωττία, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκ. 32.

Middle Liddell

κρουστικός, ή, όν
fit for striking the ears, impressive, Arist.:—metaph. of a speaker, Ar. [from κρούω