κατεγγύη

From LSJ
Revision as of 13:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεγγῠη Medium diacritics: κατεγγύη Low diacritics: κατεγγύη Capitals: ΚΑΤΕΓΓΥΗ
Transliteration A: katengýē Transliteration B: katengyē Transliteration C: kateggyi Beta Code: kateggu/h

English (LSJ)

ἡ, giving of security, D.25.60.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cautionnement, caution.
Étymologie: κατά, ἐγγύη.

Russian (Dvoretsky)

κατεγγύη:порука, залог, гарантия Dem.

Greek (Liddell-Scott)

κατεγγύη: ἡ, ἡ ἐγγύησιςἀσφάλεια, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον πρὸς κατεγγύην (διότι δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.

Greek Monolingual

κατεγγύη, ἡ (Α)
εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγγύη «εγγύηση». Κατ' άλλη άποψη όμως υποχωρητικά < κατεγγυῶ (βλ. λ. εγγύη)].

Greek Monotonic

κατεγγύη: ἡ, εγγύηση ή ενέχυρο που αποδίδεται, σε Δημ.

Middle Liddell

κατ-εγγύη, ἡ,
bail or security given, Dem.