λαβροσύνη
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
Dor.λαβρό-νᾱ, ἡ, (λάβρος) A violence, greed, AP6.305 (Leon.), Opp.H.5.366: also in plural, ib.2.130. 2 bold talking, Tryph.423 (pl.).
German (Pape)
[Seite 2] ἡ, Heftigkeit, Ungestüm, bes. Gefräßigkeit, Opp. Hal. 5, 366, auch im plur., 2, 130; u. Geschwätzigkeit, Tryphiod. 423. Komisch zu einer Göttinn gemacht, Leon. Tar. 14 (VI, 305).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
véhémence, impétuosité ; particul. :
1 voracité, avidité;
2 intempérance.
Étymologie: λάβρος.
Russian (Dvoretsky)
λαβροσύνη: дор. λαβροσύνα ἡ тж. pl. невоздержность, жадность Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λαβροσύνη: ἡ, (λάβρος) βιαιότης, ἀπληστία, λαιμαργία, Ἀνθ. Π. 6. 305, Ὀππ. Ἁλ. 366· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 2. 130. 2) θρασύτης, προπέτεια, κόμπος ἐν τῷ λέγειν, Τρυφ. 423.
Greek Monolingual
λαβροσύνη, δωρ. τ. λαβροσύνα, ἡ (Α) λάβρος
1. αδηφαγία, απληστία, λαιμαργία
2. θρασύτητα, προπέτεια.
Greek Monotonic
λαβροσύνη: ἡ (λάβρος), βιαιότητα, απληστία, λαιμαργία, σε Ανθ.