λειαίνω

From LSJ
Revision as of 13:51, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειαίνω Medium diacritics: λειαίνω Low diacritics: λειαίνω Capitals: ΛΕΙΑΙΝΩ
Transliteration A: leiaínō Transliteration B: leiainō Transliteration C: leiaino Beta Code: leiai/nw

English (LSJ)

λείανσις, v. λεαίνω, λέανσις.

French (Bailly abrégé)

f. épq. λειανέω, ao. ἐλείηνα ou λείηνα;
poét. et ion. c. λεαίνω.

Russian (Dvoretsky)

λειαίνω: (эп. fut. λειανέω, aor. ἐλείηνα и λείηνα) эп.-ион. = λεαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

λειαίνω: λείανσις, ἴδε ἐν λέξ. λεαίνω, λέανσις.

English (Autenrieth)

(λεῖος), fut. λειανέω, aor. 3 pl. λείηναν, part. λειήνᾶς: make smooth, smooth, level off, Od. 8.260.

Greek Monolingual

λειαίνω και λεαίνω) λείος
1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾱν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη τρίβοντάς το
2. αφανίζω («τὰ ἐκ γῆς φυόμενα λεαίνοντες», Ηρόδ.)
3. είμαι ή γίνομαι λείος.

Greek Monotonic

λειαίνω: Ιων. αντί λεαίνω.

Middle Liddell

λειαίνω, [ionic for λεαίνω.]