λαμπρόφωνος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον,
A clear-voiced, Hp.Aër. 5, Plu.2.840a: Sup. λαμπρόφωνότατος D.18.313:—hence λαμπροφωνεύομαι, Hdn.Philet.p.436 P., Hsch. s.v. βαλανεύειν; and λαμπροφωνία, Ion. λαμπροφωνίη, ἡ, clearness and loudness of voice, Hdt.6.60.
German (Pape)
[Seite 13] mit heller, lauter Stimme, Dem. 18, 313 im superlat.; Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix claire ou forte.
Étymologie: λαμπρός, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
λαμπρόφωνος: обладающий ясным голосом Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρόφωνος: -ον, ἔχων λαμπρὰν φωνήν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· λαμπροφωνότατος Δημ. 329. 25· - ἐντεῦθεν λαμπροφωνέω, ἔχω καθαράν, ἠχηρὰν φωνήν, Ἐκκλ.· λαμπροφωνεύομαι, εἶμαι λαμπρόφωνος, = λαρυγγίζω, Αἰλίου Ἡρῳδιαν. Φιλέταιρος, ἐν τέλει τοῦ Μοίριδος, σ. 436 Piers· - καὶ λαμπροφωνία, Ἰων. -ίη, ἡ, εὐκρίνεια καὶ ἠχηρὸν τῆς φωνῆς, Ἡρόδ. 6. 60.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λαμπρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει λαμπρή, δυνατή φωνή («ἐν τούτοις λαμπροφωνότατος, μνημονικώτατος, ὑποκριτής ἄριστος», Δημοσθ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, καλλίφωνος.
Greek Monotonic
λαμπρόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει λαμπρή, καθαρή φωνή, σε Δημ.
Middle Liddell
λαμπρό-φωνος, ον φωνή
clear-voiced, Dem.