παροίκησις

From LSJ
Revision as of 21:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροίκησις Medium diacritics: παροίκησις Low diacritics: παροίκησις Capitals: ΠΑΡΟΙΚΗΣΙΣ
Transliteration A: paroíkēsis Transliteration B: paroikēsis Transliteration C: paroikisis Beta Code: paroi/khsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A dwelling beside or near, neighbourhood, Th.4.92. II = παροικία (sojourning), LXX Ge.28.4,al. 2 transmigration of souls, Plot.2.9.6.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, die Nachbarschaft; Thuc. 4, 92; LXX.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: παροικέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροίκησις -εως, ἡ [παροικέω] nabuurschap.

Russian (Dvoretsky)

παροίκησις: εως ἡ соседство Thuc.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ παροικώ
η παροικία
αρχ.
1. διαμονή, η κατοίκηση παραπλεύρως ή κοντά σε κάτι, η γειτνίαση
2. η μετοίκηση, η αποδημία τών ψυχών.

Greek Monotonic

παροίκησις: ἡ, γειτνίαση, γειτονιά, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παροίκησις: ἡ, τὸ κατοικεῖν πλησίον, γειτονία, Θουκ. 4. 92. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΗ΄, 4, κ. ἀλλ.).

Middle Liddell

παροίκησις, εως, [from παροικέω
a neighbourhood, Thuc.