πολύϊδρις
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
Ion. gen. ιος, Att. εως, ὁ, ἡ, of much knowledge, wisdom, Od.15.459, 23.82, Hes.Th.616, Alc.Supp.7.7, Ar.Eq.1068 (hex.); σίττη Arist.HA616b24, etc.; dat. πολυΐδριδι Sapph. 166.
German (Pape)
[Seite 663] ιος, att. εως, viel wissend, viel kundig, klug, listig; Od. 15, 459. 23, 82; Hes. Th. 616; Sappho in E. M. hat auch den dat. πολυΐδριδι.
French (Bailly abrégé)
ιος, ion. εως (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui sait beaucoup, prudent, habile.
Étymologie: πολύς, εἴδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύϊδρις -εως [πολύς, ἴδρις] Ion. gen. -ιος, Aeol. dat. πολυΐδριδι, veel wetend, slim:. ἤλυθ’ ἀνὴρ πολύϊδρις ἐμοῦ πρὸς δώματα πατρός er kwam een slimme man naar het paleis van mijn vader Od. 15.459.
Russian (Dvoretsky)
πολύϊδρις: εως, ион. ιος, эол. ιδος adj. многознающий, многоопытный Hom., Hes., Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πολύϊδρις: Ἰων. γεν. ιος, Ἀττ. εως, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ εἰδώς, πολυειδήμων, πολύπειρος, Ὀδ. Ο. 459, Ψ. 82, Ἡσ. Θεογ. 616, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1· ― δοτ. πολυΐδριδι Σαπφὼ 158.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, και ιων. τ. πολυΐδριος -ον, Α
1. πολυΐδμων
2. πολύ συνετός
3. (κατ' επέκτ.) πανούργος («καὶ λέγεται φαρμακεία εἶναι, διὰ τὸ πολύϊδρις εἶναι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴδρις «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. α-ΐδρις].
Greek Monotonic
πολύϊδρις: Ιων. γεν. -ιος, Αττ. -εως, ὁ, ἡ (εἰδέναι), αυτός που έχει πολλές γνώσεις, μεγάλη σοφία και εξυπνάδα, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.