προεξετάζω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A examine beforehand, τόπους, εἰ βέβηλοι Ph.2.271, cf. Luc.Merc.Cond.5, Gal.6.723, S.E.M.8.265:—Pass., J.Ap.2.1. II prefer, τῆς τοῦ σώματος ἀγχιστείας τὴν τῆς ψυχῆς π. Them.Or.5.65c.
German (Pape)
[Seite 721] vorher ausforschen, Luc. merc. cond. 5.
French (Bailly abrégé)
examiner à fond, d'avance.
Étymologie: πρό, ἐξετάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εξετάζω tevoren onderzoeken.
Russian (Dvoretsky)
προεξετάζω: заранее исследовать (τι Luc., Sext.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
εξετάζω προηγουμένως κάτι
αρχ.
προτιμώ, προκρίνω.
Greek Monotonic
προεξετάζω: μέλ. -σω, εξετάζω από πριν, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προεξετάζω: ἐξετάζω πρότερον, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 265.