σταύρωμα

From LSJ
Revision as of 22:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταύρωμα Medium diacritics: σταύρωμα Low diacritics: σταύρωμα Capitals: ΣΤΑΥΡΩΜΑ
Transliteration A: staúrōma Transliteration B: staurōma Transliteration C: stayroma Beta Code: stau/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, palisade or stockade, Th.5.10, 6.64,74, X. HG3.2.3, etc.

German (Pape)

[Seite 930] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
clôture de pieux, palissade.
Étymologie: σταυρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] palissade.

Russian (Dvoretsky)

σταύρωμα: ατος τό частокол, заграждение Thuc., Xen.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σταυρῶ, σταυρώνω
νεοελλ.
1. ο σχηματισμός του σημείου του σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα
2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση
3. η πρώτη σχηματοποίηση του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά
4. τεχνολ. η αλλαγή της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα χιαστί, για να επιτευχθεί ομοιόμορφη φθορά του πέλματός τους
νεοελλ.-μσν.
η προσήλωση σε σταυρό, ο σταυρικός θάνατος
αρχ.
περίφραξη με πασσάλους, περιχαράκωση.

Greek Monotonic

σταύρωμα: -ατος, τό, περίφραγμα με πασσάλους, χαράκωμα, Λατ. vallum, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σταύρωμα: τό, περίφραγμα διὰ πασσάλων, χαράκωμα, Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.

Middle Liddell

σταύρωμα, ατος, τό,
a palisade or stockade, Lat. vallum, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

fence, palisade, stockade

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)