στολίς
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= A στολή ΙΙ, garment, robe, E.Ph.1491 (lyr.), AP7.27 (Antip. Sid.), Sammelb.6178 (Egypt, metr.), etc.; νεβρῶν στολίδες, i.e. fawnskins worn as garments, E. Hel.1359 (lyr.). 2 sails, AP10.6 (Satyr.). II pl., folds in a woman's robe, πέπλων E.Ba.936; τῶν ἀνδριάντων Arist.Aud.802a38; cf. στολιδωτός: of wrinkles or folds in the womb or other parts, Sor.1.14, Heliod. ap. Orib.44.8.14; of rugose ulcers, Gal.12.231, al.; also wrinkles on the forehead, Poll.2.46, cf. Plu.2.64a.
German (Pape)
[Seite 946] ἡ, = στολή, 1) Kleid, Antip. Sid. 34 (Plan. 176) u. öfter; – νηῶν στολίδες λεπταλέαι, Segel, Satyr. 6 (X, 6); – στολὶς ἄκρα, = ἀκροστόλιον, Eratosth. catast. 35. – 2) eine Falte im Kleide, welche auf der Ferse ruht, αἱ ἐξεπίτηδες ὑπὸ δεσμοῦ γιγνόμεναι κατὰ τέλη τοῖς χιτῶσιν ἐπιπτυχαί, Poll. 7, 54; Eur. Bacch. 924. – Auch Runzel, κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι, Plut. discr. ad. et amic. 32; Medic.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 vêtement, robe;
2 pli d'un vêtement ; en gén. pli, ride.
Étymologie: στέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στολίς -ίδος, ἡ [στέλλω] kleed, gewaad, mantel:. νεβρῶν στολίδες mantels van huiden van jonge herten Eur. Hel. 1359. vouw, plooi. Eur. Ba. 936.
Russian (Dvoretsky)
στολίς: ίδος (ῐδ) ἡ στέλλω
1) одеяние, одежда, платье (κροκόεσσα Eur.);
2) шкура (νεβρῶν στολίδες Eur.);
3) полотнище: νηῶν στολίδες Anth. корабельные паруса;
4) складка, сборка, морщина (πέπλων στολίδες Eur.).
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. στολή, ενδυμασία («στολίδα κροκόεσσαν», Ευρ.)
2. ιστίο, πανί («νηῶν στολίδες λεπταλέαι», Ανθ. Παλ.)
3. ρυτίδα, ζαρωματιά του δέρματος («κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι», Πλούτ.)
4. πτυχή διαφόρων οργάνων του σώματος («ή μήτρα κατά τὸν πυθμένα στολίδας ἔχει δύο», Σωρ.)
5. στον πληθ. αἱ στολίδες
πτυχές ενδύματος, πιέτες («πέπλων στολίδες ὑπὸ σφυροῖσιν τείνουσιν», Ευρ.)
6. φρ. «νεθρών στολίδες» — δέρματα που φοριούνται ως φορέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμ-ίς)].
Greek Monotonic
στολίς: -ίδος, ἡ, = στολή II,
I. 1. ένδυμα, φόρεμα, εσθήτα, σε Ευρ. κ.λπ.· νεβρῶν στολίδες, δηλ. δέρματα από νεαρά ελαφάκια που τα φορούσαν ως ενδύματα, στον ίδ.
2. νηῶν στολίδες, πανιά των πλοίων, σε Ανθ.
II. στον πληθ., πτυχές ενδύματος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
στολίς: -ίδος, ἡ, = στολὴ ΙΙ, ἔνδυμα, ἐσθής, Ἐυρ. Φοίν. 1491, Ἀνθ. Π. 7. 27, κτλ.· νεβρῶν στολίδες, δηλ. νεβρίδες φορούμεναι ὡς ἐνδύματα, Εὐρ. Ἑλ. 1539. 2) νηῶν στολίδες, ἱστία, Ἀνθ. Π. 10. 6· - ἀλλά, στολὶς ἄκρα = ἀκροστόλιον (ὃ ἴδε), Ἐρατοσθ. Καταστ. 35. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πτυχαί, «τσακίσματα» ἐνδύματος, πέπλων Εὐρ. Βάκχ. 936· τῶν ἀνδριάντων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· πρβλ. στολιδωτός· οὕτως, ἐπὶ τῶν ῥυτίδων ἢ πτυχῶν τῆς μήτρας καὶ ἄλλων μερῶν, Ἰατρ.· ὡσαύτως αἱ πτυχαὶ ἢ ῥυτίδες συνωφρυωμένου μετώπου, Πλούτ. 2. 64Α, πρβλ. Πολυδ. Β, 46.
Middle Liddell
στολίς, ίδος, ἡ, = στολή II]
I. a garment, robe, Eur., etc.; νεβρῶν στολίδες, i. e. fawnskins worn as garments, Eur.
2. νηῶν στολίδες sails, Anth.
II. in plural folds in a garment, Eur.