στενόχωρος

From LSJ
Revision as of 09:22, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόχωρος Medium diacritics: στενόχωρος Low diacritics: στενόχωρος Capitals: ΣΤΕΝΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: stenóchōros Transliteration B: stenochōros Transliteration C: stenochoros Beta Code: steno/xwros

English (LSJ)

ον, narrow, strait, Hp. Mul.1.2 vulg. (v.l. στενόστομος codd. opt.); ὁδοὶ σ. (in the lungs) Gal. 18(2).171: metaph., ἐν σ. καιροῖς BCH12.86 (Panamara).

German (Pape)

[Seite 936] von engem Raume oder Platze, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui occupe peu de place, étroit.
Étymologie: στενός, χώρα.

Greek (Liddell-Scott)

στενόχωρος: -ον, ὁ ἔχων στενὸν χῶρον, στενός, Ἱππ. 589. 19· πλήρης πολλοῦ πλήθους, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

-η, -ο / στενόχωρος, -ον, ΝΜΑ, και στενάχωρος και στανάχωρος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει στενότητα χώρου, αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο, σε αντιδιαστολή με τον ευρύχωρο («στενόχωρο σπίτι»)
2. συνεκδ. πληκτικός, πνιγηρός
νεοελλ.
1. αυτός που στενοχωρείται εύκολα («είναι στενάχωρος άνθρωπος»)
2. αυτός που προκαλεί στενοχώρια, δυσφορία («στενόχωρη δουλειά»)
αρχ.
μτφ. δύσκολος, καταθλιπτικός («ἐν στενοχώροις καιροῖς», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος. Ο τ. στενάχωρος < στενά + -χωρος (πρβλ. τη φράση είμαι στα στενά «βρίσκομαι σε δύσκολη θέση»)].

Greek Monotonic

στενόχωρος: -ον, αυτός που έχει περιορισμένο χώρο, στενός, στριμωγμένος.

Middle Liddell

στενό-χωρος, ον,
of narrow space, strait.