σύναμμα

From LSJ
Revision as of 11:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναμμα Medium diacritics: σύναμμα Low diacritics: σύναμμα Capitals: ΣΥΝΑΜΜΑ
Transliteration A: sýnamma Transliteration B: synamma Transliteration C: synamma Beta Code: su/namma

English (LSJ)

ατος, τό, (συνάπτω) A clamp, Arist.PA687b15; ganglion, knot, Id.GA788a10. II περὶ συναμμάτων dub.sens.in title of work by Chrysipp., D.L.7.191.

German (Pape)

[Seite 999] τό, Verbindung mehrerer Dinge, Knoten; Arist. partt. an. 4, 10; Plut. Alex. 18.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nœud.
Étymologie: συνάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύναμμα -ατος, τό [συνάπτω] knoop. Plut. Alex. 18.3.

Russian (Dvoretsky)

σύναμμα: ατος τό
1) узел: διατεμεῖν τῇ μαχαίρᾳ τὸ σ. Plut. мечом разрубить (Гордиев) узел;
2) перен. клубок, сочетание, пучок (πολλῶν ἀρχῶν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σύναμμα: τό, (συνάπτω) συνένωσις, σύνδεσμος, δεσμός, κόμβος, εἰ μέλλει ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν Ἀριστ. π. Ζ. Μορίων 4. 10, 26, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 22.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνάπτω
σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ναυτ.
1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους
2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με καντηλίτσες
αρχ.
1. γάγγλιο («οὐχ ὥσπερ τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις εἶναι σύναμμα πολλῶν ὀρχῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. «Περὶ συναμμάτων» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.