ἀπέριττος

From LSJ
Revision as of 14:45, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέριττος Medium diacritics: ἀπέριττος Low diacritics: απέριττος Capitals: ΑΠΕΡΙΤΤΟΣ
Transliteration A: apérittos Transliteration B: aperittos Transliteration C: aperittos Beta Code: a)pe/rittos

English (LSJ)

ον, without superfluity, plain, simple, λιτοὶ καὶ ἀ. Zeno Stoic.1.57, cf. D.H.Lys.15, Plu.2.267f, Philostr.VS1.23.2; τὸ ἀπέριττον τῆς τροφῆς = frugality Luc.Nigr.26; μηροί, γαστήρ, perfectly modelled, Philostr. Jun.Im.14,15. Adv. ἀπερίττως = plainly, D.S.12.26; frugally, Simp. in Epict.p.33 D.

Spanish (DGE)

-ον (át.)
• Alolema(s): ἀπέρισσος siempre, salvo M.Ant.5.5
I 1que no tiene nada superfluo, simple, sencillo τὰ λιτὰ καὶ ἀπέριττα Zeno Stoic.1.57, cf. D.C.77.13.1, ἕξις Chrysipp.Stoic.3.68, φύσις Plu.2.495c, cf. 2.267f, Philostr.VS 527, τῆς τριάδος θεολογία Gr.Naz.M.36.136C, del padrenuestro, Gr.Nyss.Usur.201.14.
2 subst. τὸ ἀπέριττον = frugalidad τῆς τροφῆς τὸ ἀπέριττον Luc.Nigr.26, cf. M.Ant.5.5
concisión, sencillez τὸ ἀπέριττον τοῦ εὐαγγελιστοῦ Chrys.M.57.220.
3 de partes del cuerpo delgado, esbelto μηροί Philostr.Iun.Im.14.4, γαστήρ Philostr.Iun.Im.15.5.
II adv. ἀπερίττως
1 sin superfluidad, sencillamente ἀνελλιπῶς καὶ ἀπερίττως Chrysipp.Stoic.3.68, βραχέως καὶ ἀπερίττως D.S.12.26.
2 frugalmente ὅσα τοῖς ἀ. ζῶσιν ἀρκεῖ Simp.in Epict.p.33.
III ἀπέριττος lat. aperitos bot. camomila Ps.Apul.Herb.23.10.

German (Pape)

[Seite 288] ohne Überfluß u. Überladung, schlicht, einfach, τὸ ἀπέριττον τῆς τροφῆς Luc. Nigr. 26; vgl. M. Anton. 5, 50; χυμῶν, ohne überflüssige Säfte, Galen. Bei Schol. Il. 1, 314 heißt das Meer ἀπερίττη θάλασσα.

French (Bailly abrégé)

att. p. ἀπέρισσος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέριττος: -ον, ἄνευ τινὸς περιττοῦ, μὴ ἀναγκαίου ἤ ὑπερπληροῦντός τι, ἁπλοῦς, λιτός, ἀφελής, Πλούτ. 2. 267F, Φιλόστρ. 527· τὸ ἀπ. τῆς τροφῆς Λουκ. Νιγρ. 26. - Ἐπίρρ. ἀπερίττως, ἄνευ περιττῶν, εὐσυνόπτως, Διόδ. 12. 26: λιτῶς, Συμπλ. ἐν Ἐπικτ. σ. 75.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπέριττος, -ον)
αυτός που δεν έχει τίποτε περιττό ή μη αναγκαίο, απλός, λιτός.

Mantoulidis Etymological

(=ἁπλός, φτωχικός). Ἀπό τό α στερητ. + περιττός.