ἐμπήγνυμι
English (LSJ)
A fix or plant in, c. dat., μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξε Il.5.40; ἐνέπαξαν ἕλκος ἑᾷ καρδίᾳ Pi.P.2.91; ἐ. τι εἴς τι Hp.Art.72, Arist.Pr. 889b1; ὀδόντα εἴς τινα AP5.265 (Paul. Sil.), cf. 11.374 (Maced.):— Pass., with pf. and plpf. Act., to be fixed or stuck in, stick in, λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων Ar.Ach.1226; ἔν τί σοι παγήσεται Id.V.437: abs., Thphr.HP1.8.3: metaph., ἐμπέπηγα τῷ διακονεῖν Diph.43.25; ταῖς ἑαυτῶν περιουσίαις ἐμπηγνύμενοι Just.Nov.98Pr. II congeal, freeze, Thphr.CP5.12.2 (v.l. for ἐκ-):—Pass., to be congealed, ib.1.22.7 (v.l. for ἐκ-); freeze to death, Arist.HA603a27.
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. aor. ind. 3a plu. ἐνέπαξαν Pi.P.2.91]
I tr. en v. act.
1 gener. de obj. punzantes clavar c. dat. de lugar μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξε Il.5.40, σκώλους ὀφθαλμοῖσι Call.Fr.368, c. εἰς y ac. εἰς τὴν γῆν ... κάρφος Arist.Pr.889b1, τὰ πινάκια ... εἰς τὴν κανονίδα Arist.Ath.64.2, πάσσαλον εἰς τὰς ῥίζας Gp.9.10.7
•fig. ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ infligieron una herida dolorosa en su propio corazón Pi.P.l.c., Ἔρως ἐνέπηξεν ὀδόντα εἰς ἐμέ AP 5.266 (Paul.Sil.), cf. 11.374 (Maced.).
2 meter, insertar ἐς μὲν τὴν καταγλυφὴν ... ξύλον ἐμπηγνύναι Hp.Art.72, ταρσοῖς τοὺς τυρούς Longus 3.33.2.
3 bot. plantar βλάστας τάφροις Nic.Fr.74.10.
II intr. en v. med.-pas. y perf. act.
1 clavarse c. dat. λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων Ar.Ach.1226, ἔν τί σοι παγήσεται algo se te clavará Ar.V.437 (tm.), ταῖς σανίσι τῶν καταστρωμάτων ἐμπαγέντες οἱ κόρακες Plb.1.22.9, τῷ γόνατι Χείρωνος ἐμπήγνυται (τό βέλος) en la rodilla de Quirón se clava (la flecha) Apollod.2.5.4, fig. ταῖς ἑαυτῶν περιουσίαις ἐμπηγνύμενοι Iust.Nou.98 proem., c. εἰς y ac. τοῦτο ... ἐμπήγνυσθαι εἰς τὸ μηχάνημα Aen.Tact.33.2, ἐνεπάγησαν εἰς γῆν πῦλαι sus puertas se hundieron en la tierra LXX La.2.8, c. otras prep. ἐπ' αὐτῶν (συγκυπτῶν) δοκὸς ἐμπήγνυται Ath.Mech.22.7, ἐκ πλαγίων τῶν κανόνων ... τύλος ἐμπήγνυται Hero Dioptr.5, τῶν τριβόλων ἐμπηγνυμένων ἐν τοῖς ποσὶ τῶν ἵππων Polyaen.1.39.2.
2 gener. en perf. estar clavado ἐμπεπήγασι τῷ οὐρανῷ οἱ ἀστέρες Ach.Tat.Intr.Arat.21.10, ὀρθοὶ καὶ οἱ ὄζοι καὶ οἱ κλάδοι ὥσπερ ἐμπεπηγότες Thphr.HP 1.8.3
•fig. ἐμπέπηγα τῷ διακονεῖν Diph.42.25.
3 hundirse ἐνέπαγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ me he hundido en el fango del fondo LXX Ps.68.3, cf. 15.
German (Pape)
[Seite 812] (s. πήγνυμι), hineinstecken, -schlagen; ἐνέπηξεν ἕλκος καρδίᾳ Pind. P. 2, 21; νεῖκός τινι N. 6, 52; Ἔρως ἐνέπηξεν ὀδόντα εἰς ἐμέ Paul. Sil. 26 (V, 266); vgl. Macedon. 16 (XI, 374); πάσσαλον εἴς τι, Geop. Häufig im pass., wozu das perf. II. ἐμπέπηγα gehört, hineingestoßen werden, darin haften, stecken; λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων Ar. Ach. 1726; vgl. ἔν τί σοι παγήσεται Vesp. 347. Übertr., ἐμπέπηγα τῷ διακονεῖν Diphil. bei Ath. VII, 292 c, ich bin ein eingefleischter Diener. Bei Theophr. in Etwas gerinnen, gefrieren.
French (Bailly abrégé)
f. ἐμπήξω, ao. ἐνέπηξα, pf. ἐμπέπηγα;
Pass. f. ἐμπαγήσομαι, ao.2 ἐνεπάγην > part. ἐμπαγείς;
ficher dans, enfoncer dans ; Pass. être fiché dans, τινι ; pf. ἐμπέπηγα au sens Pass., être fiché, enfoncé dans, τινι.
Étymologie: ἐν, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπήγνῡμι: дор. ἐμπάγνῡμι (fut. ἐμπέξω, aor. ἐνέπηξα - дор. ἐνέπαξα, pf. ἐμπέπηγα; pass.: fut. ἐμπαγήσομαι, aor. 2 ἐνεπάγην)
1) втыкать, всаживать, вколачивать, вбивать (κάρφος εἰς τὴν γῆν Arst.; χαλκοῦν ἧλόν τινι Plut.);
2) вонзать (δόρυ μεταφρένῳ Hom. - in tmesi; τὰς ὄνυχας Arst.; ὀδόντα εἴς τινα Anth.; ἐμπαγῆναι δι᾽ ὀστέων Arph. и τοῖς ὀστέοις Plut.);
3) наносить (ἕλκος ὀδυναρὸν καρδίᾳ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπήγνῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -πήξω· ― ἐμπήγω, μ. δοτ., μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν Ἰλ. Ε. 40· μεταφ., ἐνέπαξαν ἕλκος... ἑᾷ... καρδίᾳ Πινδ. II. 2. 168· ὡσαύτως, ἐμπ. τι εἴς τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Ἀριστ. Προβλ. 8. 2, 3· ὀδόντα εἴς τινα Ἀνθ. Π. 5. 266, πρβλ. 11. 374. ― Παθ. μετ’ ἐνεργ. πρκμ. καὶ ὑπερσ., λόγχη τις ἐμπέπληγέ μοι δι’ ὀστέων, μοὶ εἶναι ἐμπεπηγμένη εἰς τὰ κόκκαλα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226· ἓν τί σοι παγήσεται ὁ αὐτ. Σφ. 437· ἀπολ., Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 3· μεταφ., ἐμπέπηγα τῷ διακονεῖν, προσηλοῦμαι εἰς τὸ διακονεῖν, καθίσταμαι ὑπηρετικώτατος, ἕτοιμος εἰς τὰς διαταγάς τινος, Λατ. defixus sum in..., Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 25. ΙΙ. κάμνω τι νὰ παγώσῃ, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2. ― Παθ., πήγνυμαι, παγώνω, αὐτόθι 1. 22, 7.
Greek Monotonic
ἐμπήγνῡμι: και -ύω· μέλ. -πήξω, (ἐν), στερεώνω ή μπήγω, καρφώνω, με δοτ., με Ομήρ. Ιλ. — Παθ. με Ενεργ. παρακ. και υπερσ., είμαι μπηγμένος ή χωμένος μέσα σε κάτι, χώνω σε κάτι, τινι ή ἔν τινι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
and -ύω fut. -πήξω [ἐν]
to fix or plant in, c. dat., Il.:—Pass., with perf. and plup. act. to be fixed or stuck in, to stick in, τινί or ἔν τινι Ar.