ἐπαναχώρησις

From LSJ
Revision as of 19:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναχώρησις Medium diacritics: ἐπαναχώρησις Low diacritics: επαναχώρησις Capitals: ΕΠΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epanachṓrēsis Transliteration B: epanachōrēsis Transliteration C: epanachorisis Beta Code: e)panaxw/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, return, κύματος Th.3.89; retreat, D.S.25.6.

German (Pape)

[Seite 901] ἡ, das Zurückweichen, Thuc. 3, 89.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
reflux des vagues.
Étymologie: ἐπαναχωρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναχώρησις: εως ἡ
1) возвращение, отступление (ἐκ Σικελίας Diod.);
2) отлив (κύματος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, κύματος ἐπαναχώρησις, ἐπιστροφὴ ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τῆς ξηρᾶς, ἐπίκλυσις, Θουκ. 3. 89· ὑποχώρησις, Διοδ. Ἀποσπ. 510. 31.

Greek Monolingual

ἐπαναχώρησις, η (Α) επαναχωρώ
1. επιστροφή («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», Θουκ.)
2. υποχώρηση («μετὰ δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», Διόδ.).

Greek Monotonic

ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, επιστροφή, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπαναχώρησις, εως [from ἐπαναχωρέω
a return, Thuc.